ἡλιοκαής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλιοκᾰής''': -ές, (κάω, [[καίω]]) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ.
|lstext='''ἡλιοκᾰής''': -ές, (κάω, [[καίω]]) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />brûlé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[καίω]].
}}
}}