3,274,903
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βδέλυγμα''': τό, [[πρᾶγμα]] βδελυκτόν, δηλ. [[εἴδωλον]] ἢ [[πρᾶγμα]] προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ. | |lstext='''βδέλυγμα''': τό, [[πρᾶγμα]] βδελυκτόν, δηλ. [[εἴδωλον]] ἢ [[πρᾶγμα]] προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />NT objet d’horreur, cause d’abomination ; <i>partic.</i> culte des idoles, idolatrie.<br />'''Étymologie:''' [[βδελύσσομαι]]. | |||
}} | }} |