Anonymous

βελοσφενδόνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βελοσφενδόνη''': ἡ, [[βέλος]] μέ [[στυππεῖον]] καὶ πίσσαν τετυλιγμένον καὶ ῥιπτόμενον ἐκ μηχανῆς, ἐνῷ διατελεῖ φλεγόμενον, Πλούτ. Συλλ. 18· Λατ. falarica, Λίβ. 21. 8.
|lstext='''βελοσφενδόνη''': ἡ, [[βέλος]] μέ [[στυππεῖον]] καὶ πίσσαν τετυλιγμένον καὶ ῥιπτόμενον ἐκ μηχανῆς, ἐνῷ διατελεῖ φλεγόμενον, Πλούτ. Συλλ. 18· Λατ. falarica, Λίβ. 21. 8.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />flèche garnie d’une étoupe enflammée.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> falarica.
}}
}}