βαρύφθογγος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύφθογγος''': ον,ὁ [[μεγάλως]] ἠχῶν ,ἠχηρῶς βρυχώμενος,[[λέων]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 160· βόες Ἀριστ.π. Ζ.Γ.5.7,13·β. [[νευρά]], ἡ [[μεγάλως]] ,ἰσχυρῶς κλάζουσα , κλαγγὴν ἐκφέρουσα, Πίνδ. Ι.6(5) .50.
|lstext='''βᾰρύφθογγος''': ον,ὁ [[μεγάλως]] ἠχῶν ,ἠχηρῶς βρυχώμενος,[[λέων]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 160· βόες Ἀριστ.π. Ζ.Γ.5.7,13·β. [[νευρά]], ἡ [[μεγάλως]] ,ἰσχυρῶς κλάζουσα , κλαγγὴν ἐκφέρουσα, Πίνδ. Ι.6(5) .50.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit un bruit sourd, qui gronde sourdement ; retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[φθέγγομαι]].
}}
}}