ἄφορος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφορος''': -ον, μὴ φέρων καρπόν, [[ἄκαρπος]], [[ἄγονος]], δένδρεα Ἡρόδ. 2. 156· γῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 3· ἐπὶ γυναικῶν [[συχν]]. παρ' Ἱππ. 2) ἐπιφέρων ἀφορίαν, ἀκαρπίαν, σταλαγμὸν, χθονὶ ἄφορον Αἰσχύλ. Εὐμ. 784 (ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ χθονὶ ἄφορον ὁ Heimsöth προτείνει, χθονὶ φθοράν). ΙΙ. ἀπηλλαγμένος φόρων, [[ἀτελής]], Στράβων 704. ΙΙΙ. παθ. [[ἀφόρητος]], [[νόσημα]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11 ([[μετὰ]] διαφ. γρ. ἄπορος).
|lstext='''ἄφορος''': -ον, μὴ φέρων καρπόν, [[ἄκαρπος]], [[ἄγονος]], δένδρεα Ἡρόδ. 2. 156· γῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 3· ἐπὶ γυναικῶν [[συχν]]. παρ' Ἱππ. 2) ἐπιφέρων ἀφορίαν, ἀκαρπίαν, σταλαγμὸν, χθονὶ ἄφορον Αἰσχύλ. Εὐμ. 784 (ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ χθονὶ ἄφορον ὁ Heimsöth προτείνει, χθονὶ φθοράν). ΙΙ. ἀπηλλαγμένος φόρων, [[ἀτελής]], Στράβων 704. ΙΙΙ. παθ. [[ἀφόρητος]], [[νόσημα]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11 ([[μετὰ]] διαφ. γρ. ἄπορος).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne produit pas, stérile;<br /><b>2</b> qui rend stérile.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φέρω]].
}}
}}