3,274,917
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γέφῡρα''': (Βοιωτ. [[βέφυρα]] ἢ βλέφυρα, Στράττις Φοιν. 3), ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε κατὰ πληθ. Εἶναι ἄδηλον ἂν ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]] ἡ τοῦ φραγμοῦ, προχώματος πρὸς παρακώλυσιν τοῦ ῥεύματος ἢ γεφύρας πρὸς διάβασιν [[αὐτοῦ]]. Τὸ πρῶτον [[εἶναι]] τὸ φυσικώτατον ἐν Ἰλ. Ε. 88 κἑξ. (ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ· ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ’ οὔτ’ ἄρ τε γέφυραι ἐερμέναι ἰσχανόωσιν), καὶ ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῆς χρήσεως τοῦ [[ἀπογεφυρόω]] παρ’ Ἡροδ. καὶ [[γεφυρόω]] ἐν τῷ Χρον. Εὐσεβ.· τὸ δὲ τελευταῖον δεικνύει ἡ παρ’ Ὁμήρῳ [[χρῆσις]] τοῦ [[γεφυρόω]].-Ὑπάρχει δὲ ἡ αὐτὴ [[ἀδηλότης]] περὶ τοῦ ἂν πολέμοιο γέφυραι σημαίνει τὸ [[ἔδαφος]] τὸ μεταξὺ τῶν ἀντιμαχομένων μερῶν ἢ τὴν μεταξὺ τῶν φαλάγγων δίοδον, ἀλλ’ ἡ γενικὴ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐν χρήσει μεταιχμίου, τὸ [[πεδίον]] τῆς μάχης, Ἰλ. Δ. 371, Λ. 160, κτλ.· [[οὕτως]], [[ὅταν]] ὁ Πίνδ. Ν. 6. 67 καλῇ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου πόντου γέφυραν, ἀμφότεραι αἱ σημασίαι [[εἶναι]] δυναταί, πρβλ. Ι. 4. 34 (5. 38). ΙΙ. μεθ’ Ὅμ. καθ’ ἑνικ., βεβαίως ἐπὶ τῆς ἐννοίας γεφύρας, γέφυραν ζευγνύναι Ἡρόδ. 4. 97· γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 73· γ. λῦσαι Ξεν. Ἀν. 2. 4, 17· πόρον [[ὑπὲρ]] γεφυρῶν ἄγοντες Λιβάν. 1. 353·-[[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὑπογείου δρόμου ἢ διόδου, ὑποστείχει γ. Φιλόστρ. 33. (Παραγωγὴ [[ἄδηλος]].) [υ [[μακρόν]]· βραχὺ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 223, Orell. Inscr. Lat. 1. 1949.] | |lstext='''γέφῡρα''': (Βοιωτ. [[βέφυρα]] ἢ βλέφυρα, Στράττις Φοιν. 3), ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε κατὰ πληθ. Εἶναι ἄδηλον ἂν ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]] ἡ τοῦ φραγμοῦ, προχώματος πρὸς παρακώλυσιν τοῦ ῥεύματος ἢ γεφύρας πρὸς διάβασιν [[αὐτοῦ]]. Τὸ πρῶτον [[εἶναι]] τὸ φυσικώτατον ἐν Ἰλ. Ε. 88 κἑξ. (ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ· ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ’ οὔτ’ ἄρ τε γέφυραι ἐερμέναι ἰσχανόωσιν), καὶ ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῆς χρήσεως τοῦ [[ἀπογεφυρόω]] παρ’ Ἡροδ. καὶ [[γεφυρόω]] ἐν τῷ Χρον. Εὐσεβ.· τὸ δὲ τελευταῖον δεικνύει ἡ παρ’ Ὁμήρῳ [[χρῆσις]] τοῦ [[γεφυρόω]].-Ὑπάρχει δὲ ἡ αὐτὴ [[ἀδηλότης]] περὶ τοῦ ἂν πολέμοιο γέφυραι σημαίνει τὸ [[ἔδαφος]] τὸ μεταξὺ τῶν ἀντιμαχομένων μερῶν ἢ τὴν μεταξὺ τῶν φαλάγγων δίοδον, ἀλλ’ ἡ γενικὴ [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] ἐν χρήσει μεταιχμίου, τὸ [[πεδίον]] τῆς μάχης, Ἰλ. Δ. 371, Λ. 160, κτλ.· [[οὕτως]], [[ὅταν]] ὁ Πίνδ. Ν. 6. 67 καλῇ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου πόντου γέφυραν, ἀμφότεραι αἱ σημασίαι [[εἶναι]] δυναταί, πρβλ. Ι. 4. 34 (5. 38). ΙΙ. μεθ’ Ὅμ. καθ’ ἑνικ., βεβαίως ἐπὶ τῆς ἐννοίας γεφύρας, γέφυραν ζευγνύναι Ἡρόδ. 4. 97· γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 73· γ. λῦσαι Ξεν. Ἀν. 2. 4, 17· πόρον [[ὑπὲρ]] γεφυρῶν ἄγοντες Λιβάν. 1. 353·-[[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὑπογείου δρόμου ἢ διόδου, ὑποστείχει γ. Φιλόστρ. 33. (Παραγωγὴ [[ἄδηλος]].) [υ [[μακρόν]]· βραχὺ μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 223, Orell. Inscr. Lat. 1. 1949.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> chaussée ; <i>p. anal.</i> espace entre deux armées, sorte de chaussée <i>ou</i> de champ de bataille entre elles <i>touj. au plur.</i><br /><b>2</b> <i>postér.</i> pont : γέφυραν ζευγνύναι HDT relier par un pont (les deux rives d’un fleuve), jeter un pont ; γέφυραν λύειν XÉN rompre un pont.<br />'''Étymologie:''' orig. sémitique. | |||
}} | }} |