γλαύξ: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλαύξ''': Ἀττ. γλαῦξ, [[γλαυκός]], ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφῆκ. 1081, Λοβ. Φρύν. 76·‒ ἡ [[γλαύξ]], «κουκουβάγια», κληθεῖσα [[οὕτως]] ἐκ τῆς ἀγριότητος τῶν ἀκτινοβολούντων αὐτῆς ὀφθαλμῶν (ἴδε [[γλαυκός]]), Ἐπίχ. 116 Ahr., κτλ.· [[συχν]]. τῆς Ἀθηνᾶς ἡ [[γλαύξ]] ὡς [[σύμβολον]] αὐτῆς (πρβλ. [[γλαυκῶπις]]), Müller Ἀρχαιολ. d. Kunst § 371. 9. Παροιμία, γλαῦκ’ Ἀθήναζε, γλαῦκ’ εἰς Ἀθήνας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 301, πρβλ. Ἀντιφ. Ὁμοπ. 1.‒ ἐπὶ τῶν [[μάτην]] ἐπισωρευόντων τινὰ τοῖς προϋπάρχουσιν, ἐπὶ τῶν [[μάτην]] τι πραττόντων, Ἡσύχ., Σουΐδ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 301.‒ Ἀθηναϊκὰ νομίσματα ἐκαλοῦντο γλαῦκες Λαυρεωτικαί, ἐκ τῆς εἰκόνος ἣν ἔφερον, [[αὐτόθι]] 1106. ‒ γλαῦξ ἦτο πιθ. [[ὄνομα]] γένους, καθ’ ὅσον τὰ ἰδιαίτερα εἴδη αὐτῆς [[εἶναι]] σκὼψ (τὸ μόνον παρ’ Ὁμήρῳ μνημονευόμενον [[εἶδος]]), [[βύας]], [[ἐλεός]], [[αἰγωλιός]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 2. 2) [[ἀγγεῖον]] τὸ [[σχῆμα]] ὅμοιον πρὸς γλαῦκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 8345b. ΙΙ. [[εἶδος]] χοροῦ, Ἀθήν. 629F· πρβλ. [[ἀλώπηξ]] VI. ΙΙΙ. [[εἶδος]] φυτοῦ, ἴδε ἐν λ. [[γλάξ]].
|lstext='''γλαύξ''': Ἀττ. γλαῦξ, [[γλαυκός]], ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφῆκ. 1081, Λοβ. Φρύν. 76·‒ ἡ [[γλαύξ]], «κουκουβάγια», κληθεῖσα [[οὕτως]] ἐκ τῆς ἀγριότητος τῶν ἀκτινοβολούντων αὐτῆς ὀφθαλμῶν (ἴδε [[γλαυκός]]), Ἐπίχ. 116 Ahr., κτλ.· [[συχν]]. τῆς Ἀθηνᾶς ἡ [[γλαύξ]] ὡς [[σύμβολον]] αὐτῆς (πρβλ. [[γλαυκῶπις]]), Müller Ἀρχαιολ. d. Kunst § 371. 9. Παροιμία, γλαῦκ’ Ἀθήναζε, γλαῦκ’ εἰς Ἀθήνας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 301, πρβλ. Ἀντιφ. Ὁμοπ. 1.‒ ἐπὶ τῶν [[μάτην]] ἐπισωρευόντων τινὰ τοῖς προϋπάρχουσιν, ἐπὶ τῶν [[μάτην]] τι πραττόντων, Ἡσύχ., Σουΐδ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 301.‒ Ἀθηναϊκὰ νομίσματα ἐκαλοῦντο γλαῦκες Λαυρεωτικαί, ἐκ τῆς εἰκόνος ἣν ἔφερον, [[αὐτόθι]] 1106. ‒ γλαῦξ ἦτο πιθ. [[ὄνομα]] γένους, καθ’ ὅσον τὰ ἰδιαίτερα εἴδη αὐτῆς [[εἶναι]] σκὼψ (τὸ μόνον παρ’ Ὁμήρῳ μνημονευόμενον [[εἶδος]]), [[βύας]], [[ἐλεός]], [[αἰγωλιός]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 2. 2) [[ἀγγεῖον]] τὸ [[σχῆμα]] ὅμοιον πρὸς γλαῦκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 8345b. ΙΙ. [[εἶδος]] χοροῦ, Ἀθήν. 629F· πρβλ. [[ἀλώπηξ]] VI. ΙΙΙ. [[εἶδος]] φυτοῦ, ἴδε ἐν λ. [[γλάξ]].
}}
{{bailly
|btext=[[γλαυκός]] (ἡ) :<br /><i>att.</i> γλαῦξ;<br />chouette, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Γαλ, briller ; v. [[γλαυκός]].
}}
}}