3,270,341
edits
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γένῠς''': -υος, ἡ· δοτ. γένυι Πίνδ. Ο. 13. 121, Εὐρ. Ἴωνι 1427·- πληθ., γεν. γενύων συνῃρ. γενῦν Πίνδ. II. 4. 401, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. [[Ἐρινύς]])· δοτ. γένυσι Σοφ. Ἀντ. 121, Ἐπ. γένυσσι Ἰλ. Λ. 416· αἰτ. γένυας, συνῃρ. γένῡς·- ἡ [[κάτω]] σιαγὼν (ἴδε [[γένειον]]), Ὀδ. Λ. 320· ἡ ἄνω γ., ἡ [[κάτωθεν]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 10 κ. ἀλλ.· πληθ. γένυες, ἀμφότεραι αἱ σιαγόνες, τὸ [[στόμα]] [[μετὰ]] τῶν ὀδόντων, Ἰλ. Ψ. 688, Λ. 416, Πίνδ.II. 4. 401, καὶ Τραγ.· καὶ οὕτω καθ’ ἑνικ., Θέογν. 1327, Εὐρ. Φοιν. 1180·- [[καθόλου]], τὸ πλάγιον τῆς κεφαλῆς, [[παρειά]], φίλον [[φίλημα]] παρὰ γένυν τιθέντα Εὐρ. Ἱκ. 1155. ΙΙ. ἡ [[ἀκμή]], τὸ κοπτερὸν τοῦ πελέκεως, ὁ «δάκνων» [[πέλεκυς]], Σοφ. Φ. 1205, Ἠλ. 197, ἴδε Valck. Diatr. σ. 145·- ἐπὶ ἀγκίστρου, ἁλιευτικοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 3. 539· ἢ ἐπὶ περονίου, Νίκ. Ἀλ. 50. (Πρβλ. [[γένειον]], γνάθος, [[γναθμός]]· Σανσκρ. hanus (maxilla)· Λατ. gena· Γοτθ. kinnus, kinn ([[παρειά]])· Ἀγγλο-Σαξ.cyn, κτλ.·- πρβλ. [[ὡσαύτως]] gingiva (τὰ οὖλα), Ἰρλανδ. καὶ Οὐαλλ. g ên, Κορν. genau). [ῡ δὶς παρ’ Εὐρ., Ἠλ. 1214, Ἀποσπ. 534. 6]. | |lstext='''γένῠς''': -υος, ἡ· δοτ. γένυι Πίνδ. Ο. 13. 121, Εὐρ. Ἴωνι 1427·- πληθ., γεν. γενύων συνῃρ. γενῦν Πίνδ. II. 4. 401, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. [[Ἐρινύς]])· δοτ. γένυσι Σοφ. Ἀντ. 121, Ἐπ. γένυσσι Ἰλ. Λ. 416· αἰτ. γένυας, συνῃρ. γένῡς·- ἡ [[κάτω]] σιαγὼν (ἴδε [[γένειον]]), Ὀδ. Λ. 320· ἡ ἄνω γ., ἡ [[κάτωθεν]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 10 κ. ἀλλ.· πληθ. γένυες, ἀμφότεραι αἱ σιαγόνες, τὸ [[στόμα]] [[μετὰ]] τῶν ὀδόντων, Ἰλ. Ψ. 688, Λ. 416, Πίνδ.II. 4. 401, καὶ Τραγ.· καὶ οὕτω καθ’ ἑνικ., Θέογν. 1327, Εὐρ. Φοιν. 1180·- [[καθόλου]], τὸ πλάγιον τῆς κεφαλῆς, [[παρειά]], φίλον [[φίλημα]] παρὰ γένυν τιθέντα Εὐρ. Ἱκ. 1155. ΙΙ. ἡ [[ἀκμή]], τὸ κοπτερὸν τοῦ πελέκεως, ὁ «δάκνων» [[πέλεκυς]], Σοφ. Φ. 1205, Ἠλ. 197, ἴδε Valck. Diatr. σ. 145·- ἐπὶ ἀγκίστρου, ἁλιευτικοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 3. 539· ἢ ἐπὶ περονίου, Νίκ. Ἀλ. 50. (Πρβλ. [[γένειον]], γνάθος, [[γναθμός]]· Σανσκρ. hanus (maxilla)· Λατ. gena· Γοτθ. kinnus, kinn ([[παρειά]])· Ἀγγλο-Σαξ.cyn, κτλ.·- πρβλ. [[ὡσαύτως]] gingiva (τὰ οὖλα), Ἰρλανδ. καὶ Οὐαλλ. g ên, Κορν. genau). [ῡ δὶς παρ’ Εὐρ., Ἠλ. 1214, Ἀποσπ. 534. 6]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος (ἡ) :<br /><b>1</b> mâchoire (inférieure) ; <i>p. ext.</i> la bouche extérieure, <i>càd</i> les lèvres, le menton et les joues;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> tranchant d’une hache ; hache.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot i.-e. désignant la mâchoire. | |||
}} | }} |