Anonymous

δειλός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δειλός''': -ή, -όν, ([[δέος]]) Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἄνανδρος]], «φοβιτσιάρης», [[ἄψυχος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄλκιμος]], Ἰλ. Ν. 278· [[ἐντεῦθεν]], κατὰ τὴν ἡρωικὴν ἐποχήν, [[φαῦλος]], πρόστυχος, [[μηδαμινός]], Ἰλ. Α. 293· δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Ὀδ. Θ. 351, [[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch.· καὶ [[ὡσαύτως]], ἀντίθ τῷ [[ἐσθλός]], καὶ κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ κακός, πρόστυχος, ἐκ ποταπῆς γενεᾶς, Ἡσ. Ἀποσπ. 55· ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 14· ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]] Ι. 1·― [[δειλός]] τινος, φοβούμενος ἀπό τινος..., Ἀνθ. Π. 9. 410· οὕτω μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 6. 232. 2) συνηθέστερον, [[ἄθλιος]], [[ἀτυχής]], [[ταλαίπωρος]], Ὅμ., μετά τινος ἐννοίας συμπαθείας, ὡς τὸ Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, δυστυχεῖς θνητοί ! συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἆ δειλέ, δυστυχισμένε ! ἆ δειλοί, δυστυχεῖς, κακόμοιροι ! [[οὕτως]], ἆ δειλὲ ξείνων Ὀδ. Ξ. 361· Πατροκλῆος δειλοῖο Ἰλ. Ρ. 670. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], [[γῆρας]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 113· τὰ δ. κέρδη Σοφ. Ἀντ. 326· ἔργα, [[λόγος]], κτλ., Θέογν. 307, Εὐρ. Ἀνδρομ. 757, κτλ. ― Οἱ Ἀττ. μετεχειρίζοντο τὸ [[δειλός]] [[κυρίως]] ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ· τὸ δὲ δείλαιος [[μετὰ]] τῆς δευτέρας. Πρβλ. [[δεινός]].
|lstext='''δειλός''': -ή, -όν, ([[δέος]]) Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἄνανδρος]], «φοβιτσιάρης», [[ἄψυχος]], ἀντίθετον τῷ [[ἄλκιμος]], Ἰλ. Ν. 278· [[ἐντεῦθεν]], κατὰ τὴν ἡρωικὴν ἐποχήν, [[φαῦλος]], πρόστυχος, [[μηδαμινός]], Ἰλ. Α. 293· δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι Ὀδ. Θ. 351, [[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch.· καὶ [[ὡσαύτως]], ἀντίθ τῷ [[ἐσθλός]], καὶ κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ κακός, πρόστυχος, ἐκ ποταπῆς γενεᾶς, Ἡσ. Ἀποσπ. 55· ἀγαθοὶ δειλῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιν Εὔπολ. Χρυσ. γεν. 14· ἴδε ἐν λ. [[ἀγαθός]] Ι. 1·― [[δειλός]] τινος, φοβούμενος ἀπό τινος..., Ἀνθ. Π. 9. 410· οὕτω μετ’ ἀπαρ., [[αὐτόθι]] 6. 232. 2) συνηθέστερον, [[ἄθλιος]], [[ἀτυχής]], [[ταλαίπωρος]], Ὅμ., μετά τινος ἐννοίας συμπαθείας, ὡς τὸ Λατ. miser, δειλοὶ βροτοί, δυστυχεῖς θνητοί ! συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἆ δειλέ, δυστυχισμένε ! ἆ δειλοί, δυστυχεῖς, κακόμοιροι ! [[οὕτως]], ἆ δειλὲ ξείνων Ὀδ. Ξ. 361· Πατροκλῆος δειλοῖο Ἰλ. Ρ. 670. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[δυστυχής]], [[ἐλεεινός]], [[γῆρας]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 113· τὰ δ. κέρδη Σοφ. Ἀντ. 326· ἔργα, [[λόγος]], κτλ., Θέογν. 307, Εὐρ. Ἀνδρομ. 757, κτλ. ― Οἱ Ἀττ. μετεχειρίζοντο τὸ [[δειλός]] [[κυρίως]] ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ· τὸ δὲ δείλαιος [[μετὰ]] τῆς δευτέρας. Πρβλ. [[δεινός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> craintif, <i>d’où</i><br /><b>1</b> timide ; <i>en parl. de plantes</i> δειλὸς πρὸς χειμῶνας PLUT plante qui craint les températures rigoureuses;<br /><b>2</b> lâche;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> :<br /><b>1</b> vil, méprisable;<br /><b>2</b> bas, vulgaire, de condition inférieure : δειλὰ κέρδη SOPH gain honteux;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> faible, pauvre, malheureux : ἆ δειλέ, ἆ δειλοί, ἆ δειλώ (v. ἆ) malheureux ! avec un gén. ἆ δειλὲ ξείνων OD malheureux étranger !.<br />'''Étymologie:''' R. ΔϜι, craindre ; v. [[δείδω]].
}}
}}