3,270,705
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημοσιώνης''': -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς τῶν δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, Στράβ. 205· [[ἐντεῦθεν]] δημοσιωνία, ἡ, ἡ ἐνοικίασις τῶν προσόδων, Μέμν. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 232, 233· καὶ δημοσιώνιον, τό, τὸ [[γραφεῖον]] ἢ [[κατάστημα]] τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν προσόδων, Πλούτ. 2. 820C. | |lstext='''δημοσιώνης''': -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς τῶν δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, Στράβ. 205· [[ἐντεῦθεν]] δημοσιωνία, ἡ, ἡ ἐνοικίασις τῶν προσόδων, Μέμν. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 232, 233· καὶ δημοσιώνιον, τό, τὸ [[γραφεῖον]] ἢ [[κατάστημα]] τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν προσόδων, Πλούτ. 2. 820C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui prend à ferme les revenus de l’État, publicain.<br />'''Étymologie:''' [[δημόσιος]], [[ὠνέομαι]]. | |||
}} | }} |