δημαγωγέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δημᾰγωγέω''': εἶμαι [[δημαγωγός]], ἄγω, ὁδηγῶ τὸν λαόν, [[καλῶς]] δ. Ἰσοκρ. 18Α· ἀλλὰ σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς Ἀριστοφ. Βατρ. 419, κτλ.· πρβλ. [[δημαγωγός]]. 2) μετ’ αἰτ. προσ., δ. ἄνδρας, ἑλκύω τὴν εὔνοιαν αὐτῶν, ἑλκύω διὰ τέχνης σαγηνεύων τὸν λαόν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 6., 10, 31., 11, 33.― Παθ., ἑλκύομαι, σαγηνεύομαι διὰ τεχνασμάτων, Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 16. 2, 5·―ἀντίθετον τῷ [[τυραννεύω]], Ἰσοκρ. 215C. 3)μετ᾽ αἰτ. πράγμ., [[προτείνω]] τι, [[ὅπως]] κτήσωμαι δι᾽ [[αὐτοῦ]] ἰσχύν παρὰ τῷ λαῷ. Διον. Ἁλ. περὶ δ. Δημοσθ. σ. 1001· βουλὰς δ. Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. ε΄ , 73). ΙΙ. ἐνεργητικῶς, δ. τινά, καθιστῶ τινα δημοτικόν, ἀγαπητὸν παρὰ τῷ λαῷ, Ἀππ. Ἐμφ. 5. 53.
|lstext='''δημᾰγωγέω''': εἶμαι [[δημαγωγός]], ἄγω, ὁδηγῶ τὸν λαόν, [[καλῶς]] δ. Ἰσοκρ. 18Α· ἀλλὰ σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς Ἀριστοφ. Βατρ. 419, κτλ.· πρβλ. [[δημαγωγός]]. 2) μετ’ αἰτ. προσ., δ. ἄνδρας, ἑλκύω τὴν εὔνοιαν αὐτῶν, ἑλκύω διὰ τέχνης σαγηνεύων τὸν λαόν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 6., 10, 31., 11, 33.― Παθ., ἑλκύομαι, σαγηνεύομαι διὰ τεχνασμάτων, Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 16. 2, 5·―ἀντίθετον τῷ [[τυραννεύω]], Ἰσοκρ. 215C. 3)μετ᾽ αἰτ. πράγμ., [[προτείνω]] τι, [[ὅπως]] κτήσωμαι δι᾽ [[αὐτοῦ]] ἰσχύν παρὰ τῷ λαῷ. Διον. Ἁλ. περὶ δ. Δημοσθ. σ. 1001· βουλὰς δ. Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. ε΄ , 73). ΙΙ. ἐνεργητικῶς, δ. τινά, καθιστῶ τινα δημοτικόν, ἀγαπητὸν παρὰ τῷ λαῷ, Ἀππ. Ἐμφ. 5. 53.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> conduire <i>ou</i> gouverner le peuple;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> se concilier le peuple, se rendre populaire;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> se rendre populaire en flattant le peuple, être démagogue.<br />'''Étymologie:''' [[δημαγωγός]].
}}
}}