λεωσφέτερος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεωσφέτερος''': -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.
|lstext='''λεωσφέτερος''': -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compatriote, concitoyen.<br />'''Étymologie:''' [[λεώς]], [[σφέτερος]].
}}
}}