δίγλωσσος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον· ‒ ὁ δύο γλώσσας ἔχων, Λατ. bilinguis, Ἀνθ. Π. 9, 273. ΙΙ. ὁ δύο γλώσσας ὁμιλῶν, Θουκ. 8. 85, πρβλ. 4. 109· [[ἐντεῦθεν]] ὡς οὐσιαστ. [[δίγλωσσος]], ὁ, διερμηνεύς, Πλούτ. Θεμ. 6. ΙΙΙ. ὁ διπλῆν ἔχων γλῶσσαν, [[ἀπατηλός]], Ἑβδ. (Σειρὰχ 5, 9 κ. ἀλλ.).
|lstext='''δίγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον· ‒ ὁ δύο γλώσσας ἔχων, Λατ. bilinguis, Ἀνθ. Π. 9, 273. ΙΙ. ὁ δύο γλώσσας ὁμιλῶν, Θουκ. 8. 85, πρβλ. 4. 109· [[ἐντεῦθεν]] ὡς οὐσιαστ. [[δίγλωσσος]], ὁ, διερμηνεύς, Πλούτ. Θεμ. 6. ΙΙΙ. ὁ διπλῆν ἔχων γλῶσσαν, [[ἀπατηλός]], Ἑβδ. (Σειρὰχ 5, 9 κ. ἀλλ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>att.</i> [[δίγλωττος]];<br />qui parle deux langues ; ὁ [[δίγλωσσος]] interprète.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γλῶσσα]].
}}
}}