3,277,121
edits
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διφροφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ δίφρου, Δίων Κ. 47. 10. ― Παθ., οἱ διφροφορούμενοι, ἐπὶ τῶν Περσῶν ἡγεμόνων, φερομένων ἐπὶ δίφρων, φορείων, Ἡρόδ. 3. 146, πρβλ. Δίωνα Κ. 60. 2. ΙΙ. [[φέρω]] δίφρον ΙΙ, δηλ. ἕδραν, καὶ τὸν δίφρον γε διφροφόρει (πρβλ. [[διφροφόρος]]) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1552. | |lstext='''διφροφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ δίφρου, Δίων Κ. 47. 10. ― Παθ., οἱ διφροφορούμενοι, ἐπὶ τῶν Περσῶν ἡγεμόνων, φερομένων ἐπὶ δίφρων, φορείων, Ἡρόδ. 3. 146, πρβλ. Δίωνα Κ. 60. 2. ΙΙ. [[φέρω]] δίφρον ΙΙ, δηλ. ἕδραν, καὶ τὸν δίφρον γε διφροφόρει (πρβλ. [[διφροφόρος]]) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1552. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />porter dans une chaise <i>ou</i> dans une litière;<br /><i>Pass.</i> se faire porter dans une chaise <i>ou</i> dans une litière.<br />'''Étymologie:''' [[διφροφόρος]]. | |||
}} | }} |