διφροφορέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφροφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ δίφρου, Δίων Κ. 47. 10. ― Παθ., οἱ διφροφορούμενοι, ἐπὶ τῶν Περσῶν ἡγεμόνων, φερομένων ἐπὶ δίφρων, φορείων, Ἡρόδ. 3. 146, πρβλ. Δίωνα Κ. 60. 2. ΙΙ. [[φέρω]] δίφρον ΙΙ, δηλ. ἕδραν, καὶ τὸν δίφρον γε διφροφόρει (πρβλ. [[διφροφόρος]]) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1552.
|lstext='''διφροφορέω''': [[φέρω]] ἐπὶ δίφρου, Δίων Κ. 47. 10. ― Παθ., οἱ διφροφορούμενοι, ἐπὶ τῶν Περσῶν ἡγεμόνων, φερομένων ἐπὶ δίφρων, φορείων, Ἡρόδ. 3. 146, πρβλ. Δίωνα Κ. 60. 2. ΙΙ. [[φέρω]] δίφρον ΙΙ, δηλ. ἕδραν, καὶ τὸν δίφρον γε διφροφόρει (πρβλ. [[διφροφόρος]]) Ἀριστοφ. Ὄρν. 1552.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />porter dans une chaise <i>ou</i> dans une litière;<br /><i>Pass.</i> se faire porter dans une chaise <i>ou</i> dans une litière.<br />'''Étymologie:''' [[διφροφόρος]].
}}
}}