3,270,470
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαντίβλεπτος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἴδῃ τις κατὰ [[πρόσωπον]], Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861. | |lstext='''δυσαντίβλεπτος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἴδῃ τις κατὰ [[πρόσωπον]], Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on n’ose regarder en face, terrible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντιβλέπω]]. | |||
}} | }} |