ἐγκαταλέγω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαταλέγω''': μέλλ. -ξω, συνοικοδομῶ ἐν, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν, ᾠκοδομήθησαν ἐντὸς τοῦ τείχους, Θουκ. 1. 93 (πρβλ. [[λέγω]] ΙΙ, [[λογάς]], [[λογάδην]]). 2) ὑπολογίζω, [[συγκαταλέγω]], Λουκ. Παράσ. 3· στρατολογῶ, Ἀνθ. Π. 11. 265. ΙΙ. Παθ., [[κεῖμαι]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Ἐπ. ἀόρ. ἐγκατέλεκτο Ἀριστοφ. Βάτρ. 4. 431.
|lstext='''ἐγκαταλέγω''': μέλλ. -ξω, συνοικοδομῶ ἐν, πολλαὶ στῆλαι ἐγκατελέγησαν, ᾠκοδομήθησαν ἐντὸς τοῦ τείχους, Θουκ. 1. 93 (πρβλ. [[λέγω]] ΙΙ, [[λογάς]], [[λογάδην]]). 2) ὑπολογίζω, [[συγκαταλέγω]], Λουκ. Παράσ. 3· στρατολογῶ, Ἀνθ. Π. 11. 265. ΙΙ. Παθ., [[κεῖμαι]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Ἐπ. ἀόρ. ἐγκατέλεκτο Ἀριστοφ. Βάτρ. 4. 431.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> assembler l’un sur l’autre, amonceler;<br /><b>2</b> inscrire, enrôler parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καταλέγω]].
}}
}}