εἰληδόν: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰληδόν''': εἰληδά, ἐπίρρ. ([[εἴλη]]) = [[ἰληδόν]], εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. ([[εἰλέω]]) [[περιπλέγδην]], [[περιπλοκάδην]], εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.
|lstext='''εἰληδόν''': εἰληδά, ἐπίρρ. ([[εἴλη]]) = [[ἰληδόν]], εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. ([[εἰλέω]]) [[περιπλέγδην]], [[περιπλοκάδην]], εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en se ramassant sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[εἰλέω]], -δον.
}}
}}