δυσηνιόχητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσηνιόχητος''': -ον, δυσκόλως ἡνιοχούμενος, δυσκυβέρνητος, Λουκ. Ἀποκηρυτ. 17.
|lstext='''δυσηνιόχητος''': -ον, δυσκόλως ἡνιοχούμενος, δυσκυβέρνητος, Λουκ. Ἀποκηρυτ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à conduire avec les rênes, à gouverner.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἡνιοχέω]].
}}
}}