ἔβενος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔβενος''': ἡ, τὸ [[δένδρον]] τῆς ἐβένου· τὸ [[ξύλον]] αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 97, Θεόκρ. 15. 143· ὑπῆρχον δὲ δύο εἴδη, ἡ μέλαινα Αἰθιοπικὴ καὶ ἡ [[πολύχρωμος]] Ἰνδικὴ (ποικίλη), Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 16, π. Φυτ. 2. 9, 6· - ἡ δευτέρα καλεῖται παρὰ Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 6, ἐβένη, ἡ. (Πιθ. Φοινικικὴ [[λέξις]], πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. habnim, Ἰεζεκ. ΚΖ΄, 15 ἐν τῇ Ἑλλ. μεταφρ. τῆς Βίβλ. Ἑταιρείας).
|lstext='''ἔβενος''': ἡ, τὸ [[δένδρον]] τῆς ἐβένου· τὸ [[ξύλον]] αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 97, Θεόκρ. 15. 143· ὑπῆρχον δὲ δύο εἴδη, ἡ μέλαινα Αἰθιοπικὴ καὶ ἡ [[πολύχρωμος]] Ἰνδικὴ (ποικίλη), Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 16, π. Φυτ. 2. 9, 6· - ἡ δευτέρα καλεῖται παρὰ Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 4, 6, ἐβένη, ἡ. (Πιθ. Φοινικικὴ [[λέξις]], πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. habnim, Ἰεζεκ. ΚΖ΄, 15 ἐν τῇ Ἑλλ. μεταφρ. τῆς Βίβλ. Ἑταιρείας).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />ébénier, <i>plante</i> ; ébène, bois noir.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunté à l’égyptien, mot pê nubien à l’origine.
}}
}}