ἔκβλητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκβλητος''': -ον, ἐρριμμένος ἔξω, ἔκβλητον, ἢ [[πέσημα]] φοινίου [[δορός]]; «ἐκβεβλημένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἢ [[πτῶμα]] ὑπὸ δορὸς φονικοῦ;» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 700. ΙΙ. [[ἀπόβλητος]], [[ἀπορρίψιμος]], νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι Ἡράκλ. παρὰ Στράβ. 784, Πλούτ. 2. 669Α [[βρέφος]] ἔκβλητον, ἔκθετον, Εὐστ. 384, 25.
|lstext='''ἔκβλητος''': -ον, ἐρριμμένος ἔξω, ἔκβλητον, ἢ [[πέσημα]] φοινίου [[δορός]]; «ἐκβεβλημένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἢ [[πτῶμα]] ὑπὸ δορὸς φονικοῦ;» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 700. ΙΙ. [[ἀπόβλητος]], [[ἀπορρίψιμος]], νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι Ἡράκλ. παρὰ Στράβ. 784, Πλούτ. 2. 669Α [[βρέφος]] ἔκβλητον, ἔκθετον, Εὐστ. 384, 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rejeté;<br /><b>2</b> qui doit être rejeté, mis au rebut.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβάλλω]].
}}
}}