3,277,218
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκᾰθαίρω''': [[καθαρίζω]] ἐντελῶς, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ καθαριζομένου πράγματος, [[ἐκκαθαρίζω]], οὐρούς τ’ ἐξεκάθαιρον, «ἐξέσκαπτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 153˙ τὴν κοιλίην Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. 4. 46˙ χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων, ἐκκαθαρίζει (ἀπαλλάττει) τὴν χώραν ταύτην τῶν τεράτων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 264˙ ἐκκ. τινά, ὡς ἀνδριάντα, εἰς τήν κρίσιν, καθιστᾶν τινα ἐντελῶς καθαρόν, ἀπαλλάττειν πάσης τραχύτητος˙ μεταφ., ἐκ τῆς ἐπεργασίας γλύπτου τελειοποιοῦντος ἀνδριάντα, Πλάτ. Πολ. 361D˙ ἐκκ. λογισμόν, ἐκκαθαρίζειν λογαριασμόν, Πλούτ. 2. 64F, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. ― Παθ., ἐντελῶς καθαρίζομαι, ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι, διάφ. γρ. ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16˙ [[γίνομαι]] [[καθαρός]], ἐξαγνίζομαι, τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. Συμπ. 1, 4 πρβλ. Πλάτ. Πολ. 527D. 2) μετ’ αἰτ. δηλούσης τὸ ἐκκαθαιρόμενον, δηλ. τὸ ἐκβαλλόμενον ἐκ τοῦ μέσου [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], καὶ δὴ καὶ Μέλητος [[ἴσως]] πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἐκκαθαίρει, «ξεκαθαρίζει», Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, μέσ.˙ τὸ τοιοῦτον ἐκκ. Γένος Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 17. | |lstext='''ἐκκᾰθαίρω''': [[καθαρίζω]] ἐντελῶς, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ καθαριζομένου πράγματος, [[ἐκκαθαρίζω]], οὐρούς τ’ ἐξεκάθαιρον, «ἐξέσκαπτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 153˙ τὴν κοιλίην Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. 4. 46˙ χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων, ἐκκαθαρίζει (ἀπαλλάττει) τὴν χώραν ταύτην τῶν τεράτων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 264˙ ἐκκ. τινά, ὡς ἀνδριάντα, εἰς τήν κρίσιν, καθιστᾶν τινα ἐντελῶς καθαρόν, ἀπαλλάττειν πάσης τραχύτητος˙ μεταφ., ἐκ τῆς ἐπεργασίας γλύπτου τελειοποιοῦντος ἀνδριάντα, Πλάτ. Πολ. 361D˙ ἐκκ. λογισμόν, ἐκκαθαρίζειν λογαριασμόν, Πλούτ. 2. 64F, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. ― Παθ., ἐντελῶς καθαρίζομαι, ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι, διάφ. γρ. ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16˙ [[γίνομαι]] [[καθαρός]], ἐξαγνίζομαι, τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. Συμπ. 1, 4 πρβλ. Πλάτ. Πολ. 527D. 2) μετ’ αἰτ. δηλούσης τὸ ἐκκαθαιρόμενον, δηλ. τὸ ἐκβαλλόμενον ἐκ τοῦ μέσου [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], καὶ δὴ καὶ Μέλητος [[ἴσως]] πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἐκκαθαίρει, «ξεκαθαρίζει», Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, μέσ.˙ τὸ τοιοῦτον ἐκκ. Γένος Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐκκάθηρα (<i>non</i> ἐκκάθαρα);<br />nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants <i>litt.</i> nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; <i>fig.</i> λογισμόν PLUT apurer un compte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καθαίρω]]. | |||
}} | }} |