ἐκκαγχάζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκαγχάζω''': ἐκρήγνυμαι εἰς ἠχηρόν γέλωτα, Ξεν. Συμπ. 1, 16˙ καὶ [[ὥσπερ]] οἱ κατέχειν πειρώμενοι τὸν γέλωτα ἀθρόον ἐκκαγχάζουσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 6.
|lstext='''ἐκκαγχάζω''': ἐκρήγνυμαι εἰς ἠχηρόν γέλωτα, Ξεν. Συμπ. 1, 16˙ καὶ [[ὥσπερ]] οἱ κατέχειν πειρώμενοι τὸν γέλωτα ἀθρόον ἐκκαγχάζουσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 6.
}}
{{bailly
|btext=éclater de rire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καγχάζω]].
}}
}}