3,240,988
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκβράζω''': ἢ -[[βράσσω]]: μέλλ. -βράσω· - [[ἐκρίπτω]], [[ἐκβάλλω]] εἰς τὴν ξηράν, ἐκβρ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη [[χρυσίον]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 248· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διόδ. 14. 68, Πλούτ., κτλ.· ἑαυτὸν ἐκβράσαι, ἐπὶ δελφῖνος, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15: - Παθ., ἐπὶ πλοίων, [[πίπτω]] ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 190. ΙΙ. ἐπὶ κακοχυμίας, [[ἄλλοτε]] δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει Ἱππ. 639. 16. - Παθ., ἀναβλύζω, [[ἐκβλύζω]], ὁ αὐτ. 271. 11, πρβλ. 531. 21 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[θρόμβος]] ἀντὶ -βους): - τὸ ἐνεργ. ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3. | |lstext='''ἐκβράζω''': ἢ -[[βράσσω]]: μέλλ. -βράσω· - [[ἐκρίπτω]], [[ἐκβάλλω]] εἰς τὴν ξηράν, ἐκβρ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη [[χρυσίον]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 248· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διόδ. 14. 68, Πλούτ., κτλ.· ἑαυτὸν ἐκβράσαι, ἐπὶ δελφῖνος, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15: - Παθ., ἐπὶ πλοίων, [[πίπτω]] ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 190. ΙΙ. ἐπὶ κακοχυμίας, [[ἄλλοτε]] δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει Ἱππ. 639. 16. - Παθ., ἀναβλύζω, [[ἐκβλύζω]], ὁ αὐτ. 271. 11, πρβλ. 531. 21 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[θρόμβος]] ἀντὶ -βους): - τὸ ἐνεργ. ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> ἐξέβρασε;<br />jeter dans un liquide bouillonnant (dans la mer, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἐκβράσσομαι]]. | |||
}} | }} |