3,277,121
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔγκτησις''': Δωρ. ἔγκτᾱσις, εως, ἡ, τὸ κατέχειν, ἐξουσιάζειν ἐν δήμῳ ἢ περιοχῇ ξένῃ κτήματα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19: ― τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ ἔχειν τοιαῦτα κτήματα ἐν ξένῃ [[πολλάκις]] ἀπενέμετο εἰς ξένους ὡς [[προνόμιον]] ἢ [[ἀμοιβή]], ἔγκτασιν δοῦναι Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 7, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1334, 1335, κ. ἀλλ.· [[εἶναι]] δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν Συλλ. Ἐπιγρ. 90. 92· πρβλ. [[ἐπεργασία]]: ― ἐγκτητικόν, τό, [[φόρος]] γῆς ἀποτινόμενος ὑπὸ τοῦ κατέχοντος τοιαῦτα κτήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 101, 27. | |lstext='''ἔγκτησις''': Δωρ. ἔγκτᾱσις, εως, ἡ, τὸ κατέχειν, ἐξουσιάζειν ἐν δήμῳ ἢ περιοχῇ ξένῃ κτήματα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19: ― τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ ἔχειν τοιαῦτα κτήματα ἐν ξένῃ [[πολλάκις]] ἀπενέμετο εἰς ξένους ὡς [[προνόμιον]] ἢ [[ἀμοιβή]], ἔγκτασιν δοῦναι Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 7, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1334, 1335, κ. ἀλλ.· [[εἶναι]] δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν Συλλ. Ἐπιγρ. 90. 92· πρβλ. [[ἐπεργασία]]: ― ἐγκτητικόν, τό, [[φόρος]] γῆς ἀποτινόμενος ὑπὸ τοῦ κατέχοντος τοιαῦτα κτήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 101, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />droit d’acquérir des biens-fonds ; l’acquisition elle-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκτάομαι]]. | |||
}} | }} |