3,258,334
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔγκλῐσις''': -εως, ἡ, [[κλίσις]], ἔγκλ. λαβεῖν, περὶ τῆς γῆς, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· περὶ τῆς ἐκλειπτικῆς (ὁ λοξὸς [[κύκλος]]), Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 10, 6· ἐπὶ ἐδάφους ἔχοντος κλίσιν, ἔγκλισιν ἔχειν πρὸς ἔω ὁ αὐτ. Πολιτικ. 7. 11, 2· ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς εἰς τὰ δεξιὰ ὁ αὐτ. Φυσιογν. 3. 9. 2) ἡ [[κλίσις]] ἢ [[κατωφέρεια]], [[οἷον]] ἐπὶ κύματος, κατὰ τὴν ἔγκλ. σκιασθῆναι ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 2, 4. 3) ἐπὶ ἰατρικῆς ἐννοίας, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776. ΙΙ. παρὰ γραμμ., 1) ἡ [[ἔγκλισις]] ῥήματος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6, κτλ. 2) ἡ [[ἔγκλισις]] τοῦ τόνου, Λατ. inclinatio, Εὐστ. 1351. 47. | |lstext='''ἔγκλῐσις''': -εως, ἡ, [[κλίσις]], ἔγκλ. λαβεῖν, περὶ τῆς γῆς, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 9· περὶ τῆς ἐκλειπτικῆς (ὁ λοξὸς [[κύκλος]]), Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 10, 6· ἐπὶ ἐδάφους ἔχοντος κλίσιν, ἔγκλισιν ἔχειν πρὸς ἔω ὁ αὐτ. Πολιτικ. 7. 11, 2· ἐγκλίσεις τῆς κεφαλῆς εἰς τὰ δεξιὰ ὁ αὐτ. Φυσιογν. 3. 9. 2) ἡ [[κλίσις]] ἢ [[κατωφέρεια]], [[οἷον]] ἐπὶ κύματος, κατὰ τὴν ἔγκλ. σκιασθῆναι ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 2, 4. 3) ἐπὶ ἰατρικῆς ἐννοίας, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776. ΙΙ. παρὰ γραμμ., 1) ἡ [[ἔγκλισις]] ῥήματος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6, κτλ. 2) ἡ [[ἔγκλισις]] τοῦ τόνου, Λατ. inclinatio, Εὐστ. 1351. 47. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> mode de la conjugaison.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκλίνω]]. | |||
}} | }} |