Anonymous

ἑλκαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλκαίνω''': ([[ἕλκος]]) ἔχω [[ἕλκος]], ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 ([[ἔνθα]] τὸ φόνῳ τῷ [[πρόσθεν]], ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, [[εἶναι]] ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ).
|lstext='''ἑλκαίνω''': ([[ἕλκος]]) ἔχω [[ἕλκος]], ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 ([[ἔνθα]] τὸ φόνῳ τῷ [[πρόσθεν]], ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, [[εἶναι]] ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être blessé.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκος]].
}}
}}