3,277,119
edits
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλᾰπεχθήμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς, [[φίλερις]], Λυσ. 170. 27, Ἰσοκρ. 172C, Δημ. 701. 24. Ἐπίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, φιλεῖν τὰς ἔριδας, Πλάτ. Πολ. 500Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαπεχθημόνως. [[φιλομίσως]], φιλοῦντας μισεῖσθαι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 73. | |lstext='''φῐλᾰπεχθήμων''': -ον, γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς, [[φίλερις]], Λυσ. 170. 27, Ἰσοκρ. 172C, Δημ. 701. 24. Ἐπίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, φιλεῖν τὰς ἔριδας, Πλάτ. Πολ. 500Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαπεχθημόνως. [[φιλομίσως]], φιλοῦντας μισεῖσθαι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 73. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />malveillant, haineux, hargneux, méchant.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπεχθάνομαι]]. | |||
}} | }} |