3,277,172
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, [[καθέζομαι]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου [[γερουσία]] Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος [[πάρεδρος]] αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε. | |lstext='''συγκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, [[καθέζομαι]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου [[γερουσία]] Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος [[πάρεδρος]] αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συγκαθεδοῦμαι;<br /><b>1</b> siéger avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>2</b> se tapir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καθέζομαι. | |||
}} | }} |