συγκαθέζομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, [[καθέζομαι]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου [[γερουσία]] Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος [[πάρεδρος]] αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.
|lstext='''συγκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, [[καθέζομαι]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου [[γερουσία]] Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος [[πάρεδρος]] αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκαθεδοῦμαι;<br /><b>1</b> siéger avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>2</b> se tapir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καθέζομαι.
}}
}}