πικρόκαρπος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικρόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων πικρὸν καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 693, Μανασσ. Χρον. 4317.
|lstext='''πικρόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων πικρὸν καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 693, Μανασσ. Χρον. 4317.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux fruits amers.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[καρπός]].
}}
}}