ἐπιψηλαφάω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιψηλᾰφάω''': ψηλαφῶ τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπιψηλαφῶντα τὸν [[δακτύλιον]] Πλάτ. Πολ. 360Α· ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος, ψηλαφήσας καὶ εὐρὼν τὸν σκίμποδα, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 310 C.
|lstext='''ἐπιψηλᾰφάω''': ψηλαφῶ τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπιψηλαφῶντα τὸν [[δακτύλιον]] Πλάτ. Πολ. 360Α· ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος, ψηλαφήσας καὶ εὐρὼν τὸν σκίμποδα, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 310 C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tâter, manier en tâtonnant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ψηλαφάω]].
}}
}}