καταβάδην: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβάδην''': βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν [[πόδα]] [[κάτω]], [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]], κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα [[πόδα]] ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν [[κάτω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. [[ἀναβάδην]].
|lstext='''καταβάδην''': βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν [[πόδα]] [[κάτω]], [[ἀναβάδην]] ποιεῖς ἐξὸν [[καταβάδην]], κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα [[πόδα]] ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν [[κάτω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. [[ἀναβάδην]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant.<br />'''Étymologie:''' [[καταβαίνω]].
}}
}}