3,277,286
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταρκέω''': Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς [[ἀρκετός]], [[μετὰ]] μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32˙ ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447˙- ἀπροσ., [[εἶναι]] ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107. | |lstext='''καταρκέω''': Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς [[ἀρκετός]], [[μετὰ]] μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32˙ ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447˙- ἀπροσ., [[εἶναι]] ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρκέω]]. | |||
}} | }} |