καταρκέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρκέω''': Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς [[ἀρκετός]], [[μετὰ]] μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32˙ ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447˙- ἀπροσ., [[εἶναι]] ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.
|lstext='''καταρκέω''': Ἰων. καὶ Τραγ., εἶμαι ἐντελῶς [[ἀρκετός]], [[μετὰ]] μετοχ., χώρη οὐδεμία καταρκέει πάντα ἐωυτῇ παρέχουσα Ἡρόδ. 1. 32˙ ἐμοὶ δὲ φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447˙- ἀπροσ., [[εἶναι]] ἀρκετόν, ἀρκεῖ, ἐξαρκεῖ (ἀπόχρη), καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρὸς Σοφ. Ἀποσπ. 107.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />suffire largement ; avec un part. suffire à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀρκέω]].
}}
}}