παροράω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροράω''': μέλλ. -όψομαι: ἀόρ. [[παρεῖδον]] (ὃ ἴδε)· ἀόρ. παθ. παρώφθην Ψευδο-Δημ. 133. 18· παθητ. πρκμ. παρῶμμαι Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 8. Προσβλέπω ὡς ἐν παρόδῳ, παρατηρῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 5· τινί τι Ἡρόδ. 1. 37, 108, Ἀριστοφ. Ὄρν. 454. ΙΙ. [[βλέπω]] τι ἐν παρόδῳ δὲν παρατηρῶ αὐτὸ [[μετὰ]] προσοχῆς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 244D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 19, κλ. 2) [[παραβλέπω]], παραμελῶ, ἀμελῶ, τοὺς νόμους Ἀντιφῶν 114. 6, κτλ., πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 4, 21, Δημ. 281. 13, κτλ. - Παθ., τυγχάνει παρεωραμένον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 2. 1, 1· ἴδε [[παρωθέω]] Ι. ΙΙΙ. [[βλέπω]] [[ἐσφαλμένως]], [[βλέπω]] κακῶς, παρακούειν ἢ παρορᾶν Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Ἱππ. Μείζ. 300C. IV. [[βλέπω]] πλαγίως, εἴς τινα ἢ [[πρός]] τι Ξεν. Συμπ. 8, 42, Κύρ. 7. 1, 4· εἰς τὸ πλάγιον π. [[μᾶλλον]] ἢ εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5.
|lstext='''παροράω''': μέλλ. -όψομαι: ἀόρ. [[παρεῖδον]] (ὃ ἴδε)· ἀόρ. παθ. παρώφθην Ψευδο-Δημ. 133. 18· παθητ. πρκμ. παρῶμμαι Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 8. Προσβλέπω ὡς ἐν παρόδῳ, παρατηρῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 5· τινί τι Ἡρόδ. 1. 37, 108, Ἀριστοφ. Ὄρν. 454. ΙΙ. [[βλέπω]] τι ἐν παρόδῳ δὲν παρατηρῶ αὐτὸ [[μετὰ]] προσοχῆς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 244D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 19, κλ. 2) [[παραβλέπω]], παραμελῶ, ἀμελῶ, τοὺς νόμους Ἀντιφῶν 114. 6, κτλ., πρβλ. Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 4, 21, Δημ. 281. 13, κτλ. - Παθ., τυγχάνει παρεωραμένον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 2. 1, 1· ἴδε [[παρωθέω]] Ι. ΙΙΙ. [[βλέπω]] [[ἐσφαλμένως]], [[βλέπω]] κακῶς, παρακούειν ἢ παρορᾶν Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Ἱππ. Μείζ. 300C. IV. [[βλέπω]] πλαγίως, εἴς τινα ἢ [[πρός]] τι Ξεν. Συμπ. 8, 42, Κύρ. 7. 1, 4· εἰς τὸ πλάγιον π. [[μᾶλλον]] ἢ εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[παρόψομαι]], <i>ao.2</i> [[παρεῖδον]], <i>pf.</i> παρεόρακα;<br /><i>Pass. ao.</i> [[παρώφθην]], <i>pf.</i> [[παρῶμμαι]];<br /><b>1</b> regarder de côté : [[εἴς]] τινα, jeter les yeux de côté sur qqn;<br /><b>2</b> regarder à côté ; négliger, dédaigner;<br /><b>3</b> remarquer qch chez <i>ou</i> dans : τινί [[τι]] qch en qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁράω]].
}}
}}