κούρητες: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κούρητες''': -ων, οἱ, ([[κόρος]], [[κοῦρος]]) νέοι νεανίαι, [[μάλιστα]] νέοι πολεμισταί, [[κούρητες]] Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν Ἰλ. Τ. 193. 248· ― [[ἀλλά]], ΙΙ. Κουρῆτες, οἱ, ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς ἐν Αἰτωλίᾳ Πλευρῶνος, Ἰλ. Ι. 529, 549, κτλ. 2) Κρητική τις φυλὴ ἐσχετισμένη μὲ ἰδιαιτέρας τινὰς τελετὰς ἐν Δήλῳ, παραβαλλομένας ὑπὸ τοῦ Διον. Ἁλ. 2. 71, πρὸς τὰς τῶν Ρωμαίων Σαλίων (Salii)· [[συχνάκις]] συγχεομένη πρὸς τοὺς Κορύβαντας, Στράβ. 466 κἑξ.· ― ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 1111, Müller Dor. 2. 1. 6.
|lstext='''κούρητες''': -ων, οἱ, ([[κόρος]], [[κοῦρος]]) νέοι νεανίαι, [[μάλιστα]] νέοι πολεμισταί, [[κούρητες]] Παναχαιῶν, Ἀχαιῶν Ἰλ. Τ. 193. 248· ― [[ἀλλά]], ΙΙ. Κουρῆτες, οἱ, ἀρχαιότατοι κάτοικοι τῆς ἐν Αἰτωλίᾳ Πλευρῶνος, Ἰλ. Ι. 529, 549, κτλ. 2) Κρητική τις φυλὴ ἐσχετισμένη μὲ ἰδιαιτέρας τινὰς τελετὰς ἐν Δήλῳ, παραβαλλομένας ὑπὸ τοῦ Διον. Ἁλ. 2. 71, πρὸς τὰς τῶν Ρωμαίων Σαλίων (Salii)· [[συχνάκις]] συγχεομένη πρὸς τοὺς Κορύβαντας, Στράβ. 466 κἑξ.· ― ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 1111, Müller Dor. 2. 1. 6.
}}
{{bailly
|btext=ήτων ([[οἱ]]) :<br /><i>seul. au pl.</i><br />jeunes hommes.<br />'''Étymologie:''' κούρος.
}}
}}