μάρμαρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάρμᾰρος''': -ου, ὁ, [[λίθος]] ἢ [[πέτρα]] κρυσταλλώδους φύσεως μαρμαίρουσα εἰς τὸ φῶς, [[μάρμαρον]], [[λίθος]], μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, «λίθῳ τραχεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 380, Ὀδ. Ι. 499, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 663, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1172· ἐπιθετικῶς μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., λάζετο πέτρον [[μάρμαρον]], «λευκὸν λίθον» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 735, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1401, κτλ. ΙΙ. ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. marmor, τὸ [[κυρίως]] καλούμενον [[μάρμαρον]], [[μάρμαρον]] ἢ λίθον λευκὴν Ἱππ. 666. 19, πρβλ. Θεόφρ. π. Λίθων 9· [[ὡσαύτως]] θηλ. (πρβλ. [[λίθος]]), μαρμάρου... τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Στράβ. 399· μ. [[λίθος]] ὁ αὐτ. 645, [[ὅθεν]], 2) [[ἔργον]] ἐκ μαρμάρου, δηλ. [[πέτρα]] τάφου, τυκτὰν [[μάρμαρον]] Θεόκρ. 22. 211. 3) [[λατύπη]], τεμάχια ἀπολειπόμενα ἐκ τῆς κοπῆς τοῦ μαρμάρου, ἀρσεν., Πλούτ. 2. 954Α.
|lstext='''μάρμᾰρος''': -ου, ὁ, [[λίθος]] ἢ [[πέτρα]] κρυσταλλώδους φύσεως μαρμαίρουσα εἰς τὸ φῶς, [[μάρμαρον]], [[λίθος]], μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, «λίθῳ τραχεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 380, Ὀδ. Ι. 499, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 663, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1172· ἐπιθετικῶς μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., λάζετο πέτρον [[μάρμαρον]], «λευκὸν λίθον» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 735, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1401, κτλ. ΙΙ. ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. marmor, τὸ [[κυρίως]] καλούμενον [[μάρμαρον]], [[μάρμαρον]] ἢ λίθον λευκὴν Ἱππ. 666. 19, πρβλ. Θεόφρ. π. Λίθων 9· [[ὡσαύτως]] θηλ. (πρβλ. [[λίθος]]), μαρμάρου... τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Στράβ. 399· μ. [[λίθος]] ὁ αὐτ. 645, [[ὅθεν]], 2) [[ἔργον]] ἐκ μαρμάρου, δηλ. [[πέτρα]] τάφου, τυκτὰν [[μάρμαρον]] Θεόκρ. 22. 211. 3) [[λατύπη]], τεμάχια ἀπολειπόμενα ἐκ τῆς κοπῆς τοῦ μαρμάρου, ἀρσεν., Πλούτ. 2. 954Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brillant, resplendissant ; ὁ [[μάρμαρος]] pierre blanche <i>ou</i> brillante, <i>particul.</i> marbre.<br />'''Étymologie:''' R. Mαρ, briller, avec redoubl.
}}
}}