λαγιδεύς: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰγῐδεύς''': έως, ὁ, ([[λαγὼς]]) νεογνὸν λαγωοῦ, ὡς τὸ λυκιδεὺς ἐκ τοῦ [[λύκος]], κτλ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλούτ. 2. 971D. ΙΙ. [[κόνικλος]], Στράβ. 144.
|lstext='''λᾰγῐδεύς''': έως, ὁ, ([[λαγὼς]]) νεογνὸν λαγωοῦ, ὡς τὸ λυκιδεὺς ἐκ τοῦ [[λύκος]], κτλ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλούτ. 2. 971D. ΙΙ. [[κόνικλος]], Στράβ. 144.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />jeune lièvre, levreau, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λαγώς]].
}}
}}