τακερός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰκερός''': -ά, -όν, (τᾰκῆναι, [[τήκω]]), ὁ τηκόμενος ἐν τῷ στόματι, [[ἁπαλός]], [[τρυφερός]], ἀκροκώλια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109 σχελίδες τακερώταται Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13· τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους ὁ αὐτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 2· τακερὰ μηκάδων [[μέλη]] Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1. 4· τακερὰ ποιεῖν τὰ κρέα Διονύσ. ὁ Κωμῳδιοποιὸς ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 7. 2) μεταφ., Ἔρως Ἀνακρ. 166· ὡς τακερόν, ὦ Ζεῦ, καὶ [[μαλακὸν]] τὸ βλέμμ’ ἔχει Φιλέταιρος ἐν «Κορινθιαστῇ» 1· τακεραῖς κόραις λεύσσειν Ἀνθ. Π. 9. 567· τακερὸν βλέπειν Ἀλκίφρων 1. 28 τ. τι ἐν τοῖς ὄμμασιν [[πάθος]] ἀνυγραίνων Λουκ. Ἔρωτ. 14· - ἐπὶ τοῦ ᾄσματος τῆς ἀηδόνος, ἐν τῷ ἐπιρρ., τακερῶς ἑλίττειν τὸ [[μέλος]] Αἰλ. π. Ζ. 5. 38. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπὶ ὑδάτων δι’ ὧν εὐκολώτατα βράζουσιν αἱ τροφαί, ὕδατα ἕψειν ἄριστα καὶ τακερώτατα (ἐκ διορθώσεως τοῦ Foës), Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 284.
|lstext='''τᾰκερός''': -ά, -όν, (τᾰκῆναι, [[τήκω]]), ὁ τηκόμενος ἐν τῷ στόματι, [[ἁπαλός]], [[τρυφερός]], ἀκροκώλια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109 σχελίδες τακερώταται Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13· τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους ὁ αὐτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 2· τακερὰ μηκάδων [[μέλη]] Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1. 4· τακερὰ ποιεῖν τὰ κρέα Διονύσ. ὁ Κωμῳδιοποιὸς ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 7. 2) μεταφ., Ἔρως Ἀνακρ. 166· ὡς τακερόν, ὦ Ζεῦ, καὶ [[μαλακὸν]] τὸ βλέμμ’ ἔχει Φιλέταιρος ἐν «Κορινθιαστῇ» 1· τακεραῖς κόραις λεύσσειν Ἀνθ. Π. 9. 567· τακερὸν βλέπειν Ἀλκίφρων 1. 28 τ. τι ἐν τοῖς ὄμμασιν [[πάθος]] ἀνυγραίνων Λουκ. Ἔρωτ. 14· - ἐπὶ τοῦ ᾄσματος τῆς ἀηδόνος, ἐν τῷ ἐπιρρ., τακερῶς ἑλίττειν τὸ [[μέλος]] Αἰλ. π. Ζ. 5. 38. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπὶ ὑδάτων δι’ ὧν εὐκολώτατα βράζουσιν αἱ τροφαί, ὕδατα ἕψειν ἄριστα καὶ τακερώτατα (ἐκ διορθώσεως τοῦ Foës), Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 284.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>I. 1</b> fondant, mou, tendre <i>en parl. d’aliments cuits</i>;<br /><b>2</b> humide, mouillé ; languissant <i>en parl. de l’amour, des yeux</i> ; τακερὸν δέρκεσθαι, βλέπειν avoir le regard humide (de tendresse, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> qui fait fondre, dissolvant.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]].
}}
}}