πάναγρος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνᾰγρος''': -ον, ([[ἄγρα]]) ὁ πᾶσαν ἄγραν ἀγρεύων, [[λίνον]] π., ἐπὶ μεγάλου ἁλιευτικοῦ δικτύου, Ἰλ. Ε. 487, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 674. [[δίκτυον]] Ἀθήν. 25Β.
|lstext='''πάνᾰγρος''': -ον, ([[ἄγρα]]) ὁ πᾶσαν ἄγραν ἀγρεύων, [[λίνον]] π., ἐπὶ μεγάλου ἁλιευτικοῦ δικτύου, Ἰλ. Ε. 487, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 674. [[δίκτυον]] Ἀθήν. 25Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui peut saisir <i>ou</i> contenir toute espèce de proie (filet, volière).<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἄγρα]].
}}
}}