ἐμμελής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἠχῶν ἁρμονικῶς, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, [[ἐναρμόνιος]], [[ἁρμονικός]], ἀντίθετον τῷ [[πλημμελής]], ἐμμ. φωνὴ Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλούτ. 2. 1014C, κτλ.· ἁρμονικῶν ἐμμ. [[κρᾶσις]] Πλούτ. Φωκ. 2· [[λέξις]] ἐμμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἐπὶ ποιητοῦ, [[ἁρμονικός]], [[γλυκύς]], Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 19. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[κόσμιος]], τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Πλάτ. Κριτί. 106Β ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι [[αὐτόθι]] 121Β· οὕτω, ἐμμελὴς [[πολιτεία]] Πλούτ. Πελοπ. 19. β) [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], προσήκων, κριτὴς Πλάτ. Νόμ. 876D· ἐμμελὴς ἐπί τι Πλουτ. Λούκουλ. 1· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Δημήτρ. 2. γ) [[λεπτός]], [[κομψός]], [[ἐπίχαρις]], ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεραπαινὶς Πλάτ. Θεαίτ. 174Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐμμελέστερον ἐστί, εὐαρεστότερον, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 807· οὐκ ἐμμελὲς Πλάτ. Σοφ. 259D. 3) [[ἀνάλογος]], ἁρμόζων, κτήματα... ποῖα ἄν τις κτώμενος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο ὁ αὐτ. Νόμ. 776Β· ἐμμ. [[ὁμιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 1· [[πόλις]] μεγέθει ἐμελεστέρα ὁ αὐτ. Πολ. 7. 6, 8· - [[ἐντεῦθεν]], [[μέτριος]], [[μικρός]], ἀντίθετον τῷ μέγιστος, Πλάτ. Νόμ. 760Α. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐμμελῶς, Ἰων. -έως, ἐναρμονίως, ὁ αὐτ. Νόμ. 816Α. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 5, κ. ἀλλ. 2) καταλλήλως, [[προσηκόντως]], [[πρεπόντως]], εὐπρεπῶς, Σιμωνίδ. 8. 3· ἐμμ. πάντων ἔχειν, ἔχειν τὰ πάντα [[προσηκόντως]] [[πρεπόντως]], Πλάτ. Πρωτ. 321· ἐμμ. φέρειν τὰς τύχας Ἀριστ. Ν. 1. 10, 11· δαπανῆσαι ἐμμ. [[αὐτόθι]] 4. 2, 5· ἐμμ. λέγειν, παίζειν, κτλ., [[αὐτόθι]] 9. 10, 1., 4. 3, 3. κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐμμελῶς· προθύμως, ἐρρωμένως, συνετῶς». - Συγκρ. -λεστέρως, Πλάτ. Φαῖδρ. 278D· -έστερον ὁ αὐτ. Πολ. 471Α· ὑπερθ. -έστατα [[αὐτόθι]] 581Β.
|lstext='''ἐμμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἠχῶν ἁρμονικῶς, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, [[ἐναρμόνιος]], [[ἁρμονικός]], ἀντίθετον τῷ [[πλημμελής]], ἐμμ. φωνὴ Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλούτ. 2. 1014C, κτλ.· ἁρμονικῶν ἐμμ. [[κρᾶσις]] Πλούτ. Φωκ. 2· [[λέξις]] ἐμμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· ἐπὶ ποιητοῦ, [[ἁρμονικός]], [[γλυκύς]], Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 19. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ προσώπων, [[κόσμιος]], τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Πλάτ. Κριτί. 106Β ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι [[αὐτόθι]] 121Β· οὕτω, ἐμμελὴς [[πολιτεία]] Πλούτ. Πελοπ. 19. β) [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], προσήκων, κριτὴς Πλάτ. Νόμ. 876D· ἐμμελὴς ἐπί τι Πλουτ. Λούκουλ. 1· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Δημήτρ. 2. γ) [[λεπτός]], [[κομψός]], [[ἐπίχαρις]], ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεραπαινὶς Πλάτ. Θεαίτ. 174Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐμμελέστερον ἐστί, εὐαρεστότερον, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 807· οὐκ ἐμμελὲς Πλάτ. Σοφ. 259D. 3) [[ἀνάλογος]], ἁρμόζων, κτήματα... ποῖα ἄν τις κτώμενος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο ὁ αὐτ. Νόμ. 776Β· ἐμμ. [[ὁμιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 1· [[πόλις]] μεγέθει ἐμελεστέρα ὁ αὐτ. Πολ. 7. 6, 8· - [[ἐντεῦθεν]], [[μέτριος]], [[μικρός]], ἀντίθετον τῷ μέγιστος, Πλάτ. Νόμ. 760Α. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐμμελῶς, Ἰων. -έως, ἐναρμονίως, ὁ αὐτ. Νόμ. 816Α. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 5, κ. ἀλλ. 2) καταλλήλως, [[προσηκόντως]], [[πρεπόντως]], εὐπρεπῶς, Σιμωνίδ. 8. 3· ἐμμ. πάντων ἔχειν, ἔχειν τὰ πάντα [[προσηκόντως]] [[πρεπόντως]], Πλάτ. Πρωτ. 321· ἐμμ. φέρειν τὰς τύχας Ἀριστ. Ν. 1. 10, 11· δαπανῆσαι ἐμμ. [[αὐτόθι]] 4. 2, 5· ἐμμ. λέγειν, παίζειν, κτλ., [[αὐτόθι]] 9. 10, 1., 4. 3, 3. κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐμμελῶς· προθύμως, ἐρρωμένως, συνετῶς». - Συγκρ. -λεστέρως, Πλάτ. Φαῖδρ. 278D· -έστερον ὁ αὐτ. Πολ. 471Α· ὑπερθ. -έστατα [[αὐτόθι]] 581Β.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui est dans le ton, qui résonne d’accord ; juste, harmonieux;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> bien réglé, bien proportionné, bien ordonné;<br /><b>2</b> bien approprié : [[πρός]] [[τι]], [[ἐπί]] [[τι]] à qch;<br /><b>3</b> convenable, de bon goût.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μέλος]].
}}
}}