3,277,114
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναραρίσκω''': ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ [[προσαρμόζω]] ἢ στερεώνω [[ἐντός]], ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453. | |lstext='''ἐναραρίσκω''': ἀόρ. α΄ ἐνῆρσα˙ [[προσαρμόζω]] ἢ στερεώνω [[ἐντός]], ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε Ὀδ. Φ. 45. ΙΙ. πρκμ. β΄ ἐνάρηρα, ἀμεταβ., εἶμαι ἐνηρμοσμένος, εὖ ἐναρηρὸς Ὀδ. Ε. 236· γ΄ ἑνικ., Ἄρατ. 453. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. pf. 3ᵉ sg.</i> [[ἐνάρηρεν]];<br />être attaché à ; <i>part. neutre</i> [[ἐναρηρός]] solidement attaché à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀραρίσκω]]. | |||
}} | }} |