ἐμβρέχω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβρέχω''': μέλλ. -ξω, [[ἐπιβρέχω]] τι ἢ βάλλω ἐπ’ [[αὐτοῦ]] βεβρεγμένα ἐπιθέματα, Πλουτ. 2. 71D˙ μετοχ. παθ. ἀορ. ἐμβραχεὶς Παῦλος Αἰγ.: ― ἐν τῷ μέσ. [[ποτίζω]], Νικ. Ἀλεξιφ. 327
|lstext='''ἐμβρέχω''': μέλλ. -ξω, [[ἐπιβρέχω]] τι ἢ βάλλω ἐπ’ [[αὐτοῦ]] βεβρεγμένα ἐπιθέματα, Πλουτ. 2. 71D˙ μετοχ. παθ. ἀορ. ἐμβραχεὶς Παῦλος Αἰγ.: ― ἐν τῷ μέσ. [[ποτίζω]], Νικ. Ἀλεξιφ. 327
}}
{{bailly
|btext=mouiller, tremper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βρέχω]].
}}
}}