ἐντρίβω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντρίβω''': ῑ: μέλλ. -ψω, [[τρίβω]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἰδίως ἐπὶ κοσμηματικῶν ἀλοιφῶν, [[ψιμύθιον]] τῷ προσώπῳ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8· σὺν δὲ καὶ ὀστρίτην οἴνῳ λίθον ἐντρίψαντας ἀρκήτῳ, τρίψαντας ἐντὸς ἀκράτου οἴνου ὀστρίτην λίθον, Ὀρφ. Λιθ. 339. 2) μεταφ., [[ἐντρίβω]] κόνδυλόν τινι, «δίδω γροθιὰν» εἴς τινα, Πλούτ. Ἀλκ. 8, Λουκ. Προμ. 10· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐντρίβομαί τινι [[πληγάς]], βάλλω καὶ ξυλίζουν τινά, καὶ τοῖς ὑπηρέταις τοῖς ἡμετέροις... πληγὰς ἐντρίβεται Διον. Ἁλ. 7. 45· [[μηδὲ]] κακὸν ἐντρίψητε τῷ νεανίσκῳ, [[μηδὲ]] νὰ κάμετε κανὲν κακὸν εἰς τὸν νεανίσκον, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[τρίβω]] τινὰ διὰ κοσμητικοῦ ἐλαίου, τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς δυνάστας), Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. - Μέσ., ἐντρ. τὰ πρόσωπα Ἀθήν. 523Α. - Παθ., εἰ γὰρ καθῄμεθ’ [[ἔνδον]] ἐντετριμμέναι, ἐψιμυθιωμέναι, Ἀριστοφ. Λυσ. 149· [[ὅπως]] ἂν ἐντετριμμένη κανηφορῇς, «πασπαλισμένη», Ἐκκλ. 732· καὶ ἐντρίβεσθαι ὡςς εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν, καὶ νὰ ψιμυθιῶνται διὰ νὰ φαίνωνται κτλ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· ἐντετριμμένη ψιμυθίῳ ὁ αὐτὸς Οἰκ. 10, 2· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐντετρ. [[χρῶμα]] Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 10· μεταφ., παιδέρωτ’ ἐντρ. Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18. ΙΙΙ. [[κατατρίβω]], διὰ τῆς τριβῆς [[φθείρω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1070.
|lstext='''ἐντρίβω''': ῑ: μέλλ. -ψω, [[τρίβω]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἰδίως ἐπὶ κοσμηματικῶν ἀλοιφῶν, [[ψιμύθιον]] τῷ προσώπῳ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 8· σὺν δὲ καὶ ὀστρίτην οἴνῳ λίθον ἐντρίψαντας ἀρκήτῳ, τρίψαντας ἐντὸς ἀκράτου οἴνου ὀστρίτην λίθον, Ὀρφ. Λιθ. 339. 2) μεταφ., [[ἐντρίβω]] κόνδυλόν τινι, «δίδω γροθιὰν» εἴς τινα, Πλούτ. Ἀλκ. 8, Λουκ. Προμ. 10· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐντρίβομαί τινι [[πληγάς]], βάλλω καὶ ξυλίζουν τινά, καὶ τοῖς ὑπηρέταις τοῖς ἡμετέροις... πληγὰς ἐντρίβεται Διον. Ἁλ. 7. 45· [[μηδὲ]] κακὸν ἐντρίψητε τῷ νεανίσκῳ, [[μηδὲ]] νὰ κάμετε κανὲν κακὸν εἰς τὸν νεανίσκον, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 2. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[τρίβω]] τινὰ διὰ κοσμητικοῦ ἐλαίου, τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς δυνάστας), Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. - Μέσ., ἐντρ. τὰ πρόσωπα Ἀθήν. 523Α. - Παθ., εἰ γὰρ καθῄμεθ’ [[ἔνδον]] ἐντετριμμέναι, ἐψιμυθιωμέναι, Ἀριστοφ. Λυσ. 149· [[ὅπως]] ἂν ἐντετριμμένη κανηφορῇς, «πασπαλισμένη», Ἐκκλ. 732· καὶ ἐντρίβεσθαι ὡςς εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν, καὶ νὰ ψιμυθιῶνται διὰ νὰ φαίνωνται κτλ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· ἐντετριμμένη ψιμυθίῳ ὁ αὐτὸς Οἰκ. 10, 2· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐντετρ. [[χρῶμα]] Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 10· μεταφ., παιδέρωτ’ ἐντρ. Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18. ΙΙΙ. [[κατατρίβω]], διὰ τῆς τριβῆς [[φθείρω]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1070.
}}
{{bailly
|btext=frotter sur : τινα oindre <i>ou</i> farder qqn ; φύκιον [[τῷ]] προσώπῳ LUC étaler du fard sur le visage ; ἐντετριμμένος fardé ; ἐντετριμμένος ψιμυθίῳ XÉN <i>ou</i> χρώματα LUC couvert de fard ; <i>p. anal.</i> ἐντρίβειν κονδύλους τινί PLUT appliquer des coups de poing <i>litt.</i> donner une frottée à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐντρίβομαι frotter sur : [[κακόν]] [[τι]] LUC faire du mal à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τρίβω]].
}}
}}