3,276,903
edits
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντύνω''': ῡ, παρατ. ἔντῡνον Ὅμηρ.: μέλλ. ἐντῠνῶ Λυκόφρ. 734: ἀόρ. ἔντῡνα Ἰλ. Ξ. 162, Εὐρ. Ἱππ. 1183: [[ὡσαύτως]] [[ἐντύω]] ῠ Θέογν. 196· προστ. ἔντυε Ἀνθ. Π. 10. 118· παρατ. ἔντυον Ὁμ.: -Μέσ.: ἀόρ. ἐντυνάμην Ὅμ.: - Παθ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 235. ([[ἔντεα]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[εὐτρεπίζω]]. ὡς τὸ [[ὁπλίζω]], ἔντυεν ἵππους Ἰλ. Ε. 720· ἔντυον εὐνὴν Ὀδ. Ψ. 289· [[δέπας]] δ’ ἔντυνον (προστακτ. ἀορ. α΄) ἑκάστῳ, «[[ποτήριον]] δ’ εὐτρέπισον ἑκάστῳ (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 203· λιγυρὴν δ’ ἔντυνον ἀοιδήν, ἤρχισαν νὰ ᾄδωσι [[μετὰ]] λιγυρᾶς φωνῆς, Ὀδ. Μ. 183· ἐλθεῖν εἰς Ἴδην εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν, [[καλῶς]] εὐτρεπίσασαν ἑαυτήν, Ἰλ. Ξ. 162· ἐντύνουσα ὑπόσχεσιν, ἐκπληροῦσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 737: - Μέσ., [[ὄφρα]] τάχιστα ἐντύνεαι (πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλαβον), «κοσμήσειας, πλύνειας, εὐτρεπίσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 33· ἦλθ’ ἐντυναμένη, «παρασκευασαμένη» Μ. 18: - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. συχνότερον ἔχει τὸ μέσ. μετ’ αἰτ., [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἀλλὰ μόνον ἐν ταῖς φράσεσιν ἐντύνεσθαι ἄριστον, δαῖτα, [[δεῖπνον]], Ἰλ. Ω. 124, Ὀδ. Γ. 33, Ο. 500· νῆα θοὴν ἅλαδ’ ἑλκέμεν, ἐν δέ τε φόρτον ἄρμενον ἐντύνασθαι, καὶ νὰ βάλῃς εἰς αὐτὴν [[φορτίον]] ὅσον πρέπει, οὐχὶ δηλ. περισσότερον τοῦ δέοντος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 630· ὑποσχεσίην πεφυλαγμένος ἐντύναιο, «φυλάττων τὴν ὑπόσχεσιν παρασκευάζου» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 510· ἀγλαΐην, οἵην τε νεόζυγες ἐντύνονται ὁ αὐτ. Δ. 1191· ἐν τῷ παθ., εὐτρεπίζομαι, ὅσσα περ ἐντύνονται ἐπαρτέες [[ἔνδοθι]] [[νῆες]] ὁ αὐτ. Α. 235. ΙΙ. παραινῶ, [[ἀναγκάζω]], [[ἐπεὶ]] κρατερή μιν [[ἀνάγκη]] ἐντύνει Θέογν. 196, Πινδ. Ο. 3. 51· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὡς ἄρ’ εἰπὼν (ὁ Χείρων) ἔντυεν (Ἀπόλλωνα) τερπνὰ γάμου κραίνειν τελευτὰν Πινδ. Π. 9. 117, Ν. 9. 86. - Λέξις Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἱππ. 1183 ἐν ἐξαποδίᾳ, ἐντύναθ’ ἵππους ἅρμασι. | |lstext='''ἐντύνω''': ῡ, παρατ. ἔντῡνον Ὅμηρ.: μέλλ. ἐντῠνῶ Λυκόφρ. 734: ἀόρ. ἔντῡνα Ἰλ. Ξ. 162, Εὐρ. Ἱππ. 1183: [[ὡσαύτως]] [[ἐντύω]] ῠ Θέογν. 196· προστ. ἔντυε Ἀνθ. Π. 10. 118· παρατ. ἔντυον Ὁμ.: -Μέσ.: ἀόρ. ἐντυνάμην Ὅμ.: - Παθ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 235. ([[ἔντεα]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[εὐτρεπίζω]]. ὡς τὸ [[ὁπλίζω]], ἔντυεν ἵππους Ἰλ. Ε. 720· ἔντυον εὐνὴν Ὀδ. Ψ. 289· [[δέπας]] δ’ ἔντυνον (προστακτ. ἀορ. α΄) ἑκάστῳ, «[[ποτήριον]] δ’ εὐτρέπισον ἑκάστῳ (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 203· λιγυρὴν δ’ ἔντυνον ἀοιδήν, ἤρχισαν νὰ ᾄδωσι [[μετὰ]] λιγυρᾶς φωνῆς, Ὀδ. Μ. 183· ἐλθεῖν εἰς Ἴδην εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν, [[καλῶς]] εὐτρεπίσασαν ἑαυτήν, Ἰλ. Ξ. 162· ἐντύνουσα ὑπόσχεσιν, ἐκπληροῦσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 737: - Μέσ., [[ὄφρα]] τάχιστα ἐντύνεαι (πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλαβον), «κοσμήσειας, πλύνειας, εὐτρεπίσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ζ. 33· ἦλθ’ ἐντυναμένη, «παρασκευασαμένη» Μ. 18: - ἀλλ’ ὁ Ὅμ. συχνότερον ἔχει τὸ μέσ. μετ’ αἰτ., [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἀλλὰ μόνον ἐν ταῖς φράσεσιν ἐντύνεσθαι ἄριστον, δαῖτα, [[δεῖπνον]], Ἰλ. Ω. 124, Ὀδ. Γ. 33, Ο. 500· νῆα θοὴν ἅλαδ’ ἑλκέμεν, ἐν δέ τε φόρτον ἄρμενον ἐντύνασθαι, καὶ νὰ βάλῃς εἰς αὐτὴν [[φορτίον]] ὅσον πρέπει, οὐχὶ δηλ. περισσότερον τοῦ δέοντος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 630· ὑποσχεσίην πεφυλαγμένος ἐντύναιο, «φυλάττων τὴν ὑπόσχεσιν παρασκευάζου» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 510· ἀγλαΐην, οἵην τε νεόζυγες ἐντύνονται ὁ αὐτ. Δ. 1191· ἐν τῷ παθ., εὐτρεπίζομαι, ὅσσα περ ἐντύνονται ἐπαρτέες [[ἔνδοθι]] [[νῆες]] ὁ αὐτ. Α. 235. ΙΙ. παραινῶ, [[ἀναγκάζω]], [[ἐπεὶ]] κρατερή μιν [[ἀνάγκη]] ἐντύνει Θέογν. 196, Πινδ. Ο. 3. 51· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὡς ἄρ’ εἰπὼν (ὁ Χείρων) ἔντυεν (Ἀπόλλωνα) τερπνὰ γάμου κραίνειν τελευτὰν Πινδ. Π. 9. 117, Ν. 9. 86. - Λέξις Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ἱππ. 1183 ἐν ἐξαποδίᾳ, ἐντύναθ’ ἵππους ἅρμασι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf. épq.</i> ἔντυνον, <i>f.</i> ἐντυνῶ, <i>ao. épq.</i> ἔντυνα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> garnir, équiper, munir de son attirail : ἵππους EUR harnacher des chevaux ; ἀοιδήν OD composer un chant ; τινά parer <i>ou</i> équiper qqn;<br /><b>2</b> préparer, disposer ; exhorter, exciter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐντύνομαι;<br /><b>1</b> s’équiper, se préparer;<br /><b>2</b> préparer pour soi : [[ἄριστον]], δαῖτα, <i>etc</i>. IL se préparer son repas.<br />'''Étymologie:''' [[ἔντεα]]. | |||
}} | }} |