Anonymous

ἔξαιτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξαιτος''': -ον, ([[αἰτέω]]) περιζήτητος, [[ἐκλεκτός]], [[ἐπίλεκτος]], οἶνόν τ’ ἔξαιτον μελιηδέα Ἰλ. Μ. 320· νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας Ὀδ. Β. 307· ἐξαίτους ἑκατόμβας Ε. 102· μεταγεν. ποιηταὶ μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἐξαίρετος]], Ἀνθ. Π. 6. 332, Μανέθων 2. 226., 3. 354.
|lstext='''ἔξαιτος''': -ον, ([[αἰτέω]]) περιζήτητος, [[ἐκλεκτός]], [[ἐπίλεκτος]], οἶνόν τ’ ἔξαιτον μελιηδέα Ἰλ. Μ. 320· νῆα καὶ ἐξαίτους ἐρέτας Ὀδ. Β. 307· ἐξαίτους ἑκατόμβας Ε. 102· μεταγεν. ποιηταὶ μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἐξαίρετος]], Ἀνθ. Π. 6. 332, Μανέθων 2. 226., 3. 354.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />choisi ; distingué.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αἰτέω]].
}}
}}