ἐξοπλίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξοπλίζω''': ἐντελῶς [[ὁπλίζω]], Ἡρόδ. 7. 100, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 22 κ. ἀλλ.· ποιητ., ἐξ Ἄρη Αἰσχύλ. Ἱκ. 682, 702, πρβλ. 97: - Μέσ. καὶ Παθ. [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, κάρᾳ λέοντος ἧπερ... ἐξωπλίζετο, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 466· κἀν τῷδε πᾶς τις... ἐξωπλίζετο, ὥπλιζεν ἑαυτόν, ὁ αὐτὸς, Ι. Τ. 302· παρατάσσομαι ἐξωπλισμένος ἔν τινι τόπῳ, [[ὄπισθεν]] τῶν ἁρμαμαξῶν ἐξοπλίσθητε Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· ἐξωπλισμένος, ἐντελῶς ὡπλισμένος Ἀριστοφ. Λυσ. 454, Πλάτ. Πολ. 555D, κτλ.· ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἐξαυλίζομαι]]. 2) [[καθόλου]], ἐξωπλισμένος, ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἐντελῶς ἕτοιμος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 566· [[μᾶζα]]... πρὸς ἐντέλειαν ἐξωπλισμένην Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 19. ΙΙ. [[ἀφοπλίζω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28.
|lstext='''ἐξοπλίζω''': ἐντελῶς [[ὁπλίζω]], Ἡρόδ. 7. 100, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 22 κ. ἀλλ.· ποιητ., ἐξ Ἄρη Αἰσχύλ. Ἱκ. 682, 702, πρβλ. 97: - Μέσ. καὶ Παθ. [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, κάρᾳ λέοντος ἧπερ... ἐξωπλίζετο, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 466· κἀν τῷδε πᾶς τις... ἐξωπλίζετο, ὥπλιζεν ἑαυτόν, ὁ αὐτὸς, Ι. Τ. 302· παρατάσσομαι ἐξωπλισμένος ἔν τινι τόπῳ, [[ὄπισθεν]] τῶν ἁρμαμαξῶν ἐξοπλίσθητε Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· ἐξωπλισμένος, ἐντελῶς ὡπλισμένος Ἀριστοφ. Λυσ. 454, Πλάτ. Πολ. 555D, κτλ.· ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἐξαυλίζομαι]]. 2) [[καθόλου]], ἐξωπλισμένος, ἐντελῶς παρεσκευασμένος, ἐντελῶς ἕτοιμος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 566· [[μᾶζα]]... πρὸς ἐντέλειαν ἐξωπλισμένην Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 19. ΙΙ. [[ἀφοπλίζω]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> armer complètement, de pied en cap;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> faire mettre sous les armes ; <i>fig.</i> préparer, tenir prêt;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξοπλίζομαι s’armer, s’équiper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁπλίζω]].
}}
}}