ἐπαρωγός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπᾰρωγός''': ὁ, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Ὀδ. Λ. 498, Εὐρ. Ἑκ. 165, κτλ.: [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 196: οὐδ., τὸ ζωᾶς ἐπαρωγὸν Ἀνθ. Π. 6. 219, 21.
|lstext='''ἐπᾰρωγός''': ὁ, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Ὀδ. Λ. 498, Εὐρ. Ἑκ. 165, κτλ.: [[ὡσαύτως]] θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 196: οὐδ., τὸ ζωᾶς ἐπαρωγὸν Ἀνθ. Π. 6. 219, 21.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui vient au secours de, qui protège.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαρήγω]].
}}
}}