ἔξαμμα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξαμμα''': τό, ([[ἐξάπτω]]) [[λαβή]], Λατ. ansa, Θεμίστ. 166Α. ΙΙ. πυρὸς [[ἔξαμμα]], [[ἄναμμα]] ἐκ [[πυρός]], Πλούτ. 2. 958Ε· τὸ ἀνάπτειν φλόγα, Εὐστ. Πονημάτ. 118. 71.
|lstext='''ἔξαμμα''': τό, ([[ἐξάπτω]]) [[λαβή]], Λατ. ansa, Θεμίστ. 166Α. ΙΙ. πυρὸς [[ἔξαμμα]], [[ἄναμμα]] ἐκ [[πυρός]], Πλούτ. 2. 958Ε· τὸ ἀνάπτειν φλόγα, Εὐστ. Πονημάτ. 118. 71.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui sert à allumer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξάπτω]].
}}
}}