Anonymous

ἐπιπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιπέτομαι''': μέλλ. -πτήσομαι, Ἡρόδ. 7. 15, Λουκ.: ἀόρ. ἐπεπτάμην ἢ -όμην (ἴδε [[πέτομαι]])· μεταγεν. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐπέπτην, μετοχ. ἐπιπτάς, Ἀνθ. Π. 11, 407, Ἀλκίφρων 3. 59: Ἀποθ. Πέτομαι ἐπὶ ἢ [[πρός]] τινα, [[ἆλτο]] δ’ ὀϊστὸς [[ὀξυβελής]], καθ’ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Ἰλ. Δ. 126· ὥς ἄρα οἱ εἰπόντι [[ἐπέπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]] Ν. 821, Ὀδ. Ο. 160, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 15, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ., [[πέτομαι]] [[ὑπεράνω]], ὃς ἄβροχα πεδία καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰακχεῖ Εὐρ. Ἑλ. 1486· γῆν καὶ θάλασσαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 118, πρβλ. 1471 ([[ὡσαύτως]], ἐπ. ἀρούραις Αἰλ. π. Ζ. 17. 16)· μεταφ, καινὰ καὶ θαυμαστὰ ἐπιπ., πετῶ [[πρός]] τι, [[τρέχω]] [[μετὰ]] σπουδῆς κατόπιν τινός..., [[αὐτόθι]] 1471· ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα [[ὥσπερ]] ἐπιπτόμενοι Πλάτ. Πολ. 365Α. 3) [[μετὰ]] γεν., [[πέτομαι]] κατά τινος, διὰ τὸ τὸν ἄρρενα... ἐπιπετόμενον συντρίβειν (τὰ ᾠά), περὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 9. - Πρβλ. [[ἐφίπταμαι]], [[ἐπιποτάομαι]].
|lstext='''ἐπιπέτομαι''': μέλλ. -πτήσομαι, Ἡρόδ. 7. 15, Λουκ.: ἀόρ. ἐπεπτάμην ἢ -όμην (ἴδε [[πέτομαι]])· μεταγεν. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐπέπτην, μετοχ. ἐπιπτάς, Ἀνθ. Π. 11, 407, Ἀλκίφρων 3. 59: Ἀποθ. Πέτομαι ἐπὶ ἢ [[πρός]] τινα, [[ἆλτο]] δ’ ὀϊστὸς [[ὀξυβελής]], καθ’ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Ἰλ. Δ. 126· ὥς ἄρα οἱ εἰπόντι [[ἐπέπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]] Ν. 821, Ὀδ. Ο. 160, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 15, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ., [[πέτομαι]] [[ὑπεράνω]], ὃς ἄβροχα πεδία καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰακχεῖ Εὐρ. Ἑλ. 1486· γῆν καὶ θάλασσαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 118, πρβλ. 1471 ([[ὡσαύτως]], ἐπ. ἀρούραις Αἰλ. π. Ζ. 17. 16)· μεταφ, καινὰ καὶ θαυμαστὰ ἐπιπ., πετῶ [[πρός]] τι, [[τρέχω]] [[μετὰ]] σπουδῆς κατόπιν τινός..., [[αὐτόθι]] 1471· ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα [[ὥσπερ]] ἐπιπτόμενοι Πλάτ. Πολ. 365Α. 3) [[μετὰ]] γεν., [[πέτομαι]] κατά τινος, διὰ τὸ τὸν ἄρρενα... ἐπιπετόμενον συντρίβειν (τὰ ᾠά), περὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 9. - Πρβλ. [[ἐφίπταμαι]], [[ἐπιποτάομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιπτήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἐπεπτόμην]];<br /><b>1</b> voler vers;<br /><b>2</b> voler au-dessus de : ἀρούραις ÉL au-dessus des champs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πέτομαι]].
}}
}}