ἐρέφω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρέφω''': παρατ. ἤρεφον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54, ποιητ. ἔρεφον Πινδ. Ο. 1. 110: μέλλ. ἐρέψω Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1110: ἀόρ. ἤρεψα Δημ. 426. 1 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ), Ἐπισκ. ἔρεψα Ὅμ. - Μέσ.: μέλλ. ἐρέψομαι Εὐρ. Βάκχ. 323: ἀόρ. ἠρεψάμην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159, κτλ., (κατ-) Ἀριστοφ. Σφ. 1294. - Παθ., πρκμ. ἤρεπται Φιλόστρ. 33. (Ἐντεῦθεν [[ὄροφος]]· πρβλ. [[ἐρέπτω]] καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[ὄρφνη]]). Καλύπτω διὰ στέγης, καθύπερθεν ἔρεψαν... ὄροφον [[λειμωνόθεν]] ἀμήσαντες, δηλ. ἐστέγασαν τὴν σκηνὴν διὰ καλάμων θερίσαντες αὐτοὺς ἐκ λειμῶνος (ἴδε Spitzner Exc. 36), Ἰλ. Ω. 450, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 193, Ἰλ. Α. 39 (ἴδε [[ἐπερέφω]])· τὰς γὰρ ὑμῶν οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετὸν (ἴδε [[ἀετός]] ΙΙΙ), «στεγάσομεν πρὸς [[ἀέτωμα]]» (Ἡσύχ.). Ἀριστοφ. Ὄρν. 1110, πρβλ. Ἀποσπ. 54· ξύλοις ἤρεψε τὴν οἰκίαν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[καλύπτω]] διὰ στεφάνου, [[στέφω]], [[ἐπιστέφω]], Πινδ. Ο. 13. 46· ὧν (δηλ. τῶν κρατήρων) κρᾶτ’ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους Σοφ. Ο. Κ. 473. - Μέσ., [[στέφω]] ἐμαυτόν, κισσῷ τ’ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν Εὐρ. Βάκχ. 323· ξανθὰ δ’ ἐρεψάμενοι δάφνῃ [[καθύπερθε]] μέτωπα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159: πρβλ. [[ἐρέπτω]]. 3) κοσμῶ ὡς διὰ στεφάνων ἀνθέων, ναὸν κρανίοις Πινδ. Ι. 4. 94 (3. 72): [[καθόλου]], [[καλύπτω]], λάχναι νιν [[μέλαν]] [[γένειον]] ἔρεφον ὁ αὐτ. Ο. 1. 110.
|lstext='''ἐρέφω''': παρατ. ἤρεφον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54, ποιητ. ἔρεφον Πινδ. Ο. 1. 110: μέλλ. ἐρέψω Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1110: ἀόρ. ἤρεψα Δημ. 426. 1 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ), Ἐπισκ. ἔρεψα Ὅμ. - Μέσ.: μέλλ. ἐρέψομαι Εὐρ. Βάκχ. 323: ἀόρ. ἠρεψάμην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159, κτλ., (κατ-) Ἀριστοφ. Σφ. 1294. - Παθ., πρκμ. ἤρεπται Φιλόστρ. 33. (Ἐντεῦθεν [[ὄροφος]]· πρβλ. [[ἐρέπτω]] καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[ὄρφνη]]). Καλύπτω διὰ στέγης, καθύπερθεν ἔρεψαν... ὄροφον [[λειμωνόθεν]] ἀμήσαντες, δηλ. ἐστέγασαν τὴν σκηνὴν διὰ καλάμων θερίσαντες αὐτοὺς ἐκ λειμῶνος (ἴδε Spitzner Exc. 36), Ἰλ. Ω. 450, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 193, Ἰλ. Α. 39 (ἴδε [[ἐπερέφω]])· τὰς γὰρ ὑμῶν οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετὸν (ἴδε [[ἀετός]] ΙΙΙ), «στεγάσομεν πρὸς [[ἀέτωμα]]» (Ἡσύχ.). Ἀριστοφ. Ὄρν. 1110, πρβλ. Ἀποσπ. 54· ξύλοις ἤρεψε τὴν οἰκίαν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[καλύπτω]] διὰ στεφάνου, [[στέφω]], [[ἐπιστέφω]], Πινδ. Ο. 13. 46· ὧν (δηλ. τῶν κρατήρων) κρᾶτ’ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους Σοφ. Ο. Κ. 473. - Μέσ., [[στέφω]] ἐμαυτόν, κισσῷ τ’ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν Εὐρ. Βάκχ. 323· ξανθὰ δ’ ἐρεψάμενοι δάφνῃ [[καθύπερθε]] μέτωπα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159: πρβλ. [[ἐρέπτω]]. 3) κοσμῶ ὡς διὰ στεφάνων ἀνθέων, ναὸν κρανίοις Πινδ. Ι. 4. 94 (3. 72): [[καθόλου]], [[καλύπτω]], λάχναι νιν [[μέλαν]] [[γένειον]] ἔρεφον ὁ αὐτ. Ο. 1. 110.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ἤρεφον]], <i>f.</i> ἐρέψω, <i>ao.</i> [[ἤρεψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> couvrir d’un toit, d’un abri;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> entourer de guirlandes, couronner.<br />'''Étymologie:''' DELG rad. ancien mais sans rapprochements.
}}
}}