3,274,917
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμήχᾰνος''': Δωρ. [[εὐμάχανος]] ᾱ, ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐφυὴς ἐν τῷ ἐφευρίσκειν, [[ἐπινοητικός]], ἐφευρετικός, ἀντίθετ. τῷ [[ἀμήχανος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 381, Πλάτ. Πρωτ. 324D, κτλ.: - [[μετὰ]] γεν., [[εὐμήχανος]] λόγου ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 408Β· ἁλίων εὐμ. ἔργων Ὀππ. Ἁλ. 4. 593: - [[μετὰ]] προθέσ., εὐμ. πρὸς τὸν βίον, ἐπὶ πτηνῶν, [[πλήρης]] ἐπινοήσεων πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 1, πρβλ. 18, 1· ἔν τινι Διόδ. 20. 92· τὸ εὐμ. = τῷ προηγ., Πλούτ. 830Β. - Ἐπίρρ. -νως, Πλουτ. Περικλ. 31, κτλ. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εὐφυῶς ἐπινοηθείς, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 759· ἐπίνοιαι Πλάτ. Πολ. 600Α. | |lstext='''εὐμήχᾰνος''': Δωρ. [[εὐμάχανος]] ᾱ, ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐφυὴς ἐν τῷ ἐφευρίσκειν, [[ἐπινοητικός]], ἐφευρετικός, ἀντίθετ. τῷ [[ἀμήχανος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 381, Πλάτ. Πρωτ. 324D, κτλ.: - [[μετὰ]] γεν., [[εὐμήχανος]] λόγου ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 408Β· ἁλίων εὐμ. ἔργων Ὀππ. Ἁλ. 4. 593: - [[μετὰ]] προθέσ., εὐμ. πρὸς τὸν βίον, ἐπὶ πτηνῶν, [[πλήρης]] ἐπινοήσεων πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 1, πρβλ. 18, 1· ἔν τινι Διόδ. 20. 92· τὸ εὐμ. = τῷ προηγ., Πλούτ. 830Β. - Ἐπίρρ. -νως, Πλουτ. Περικλ. 31, κτλ. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εὐφυῶς ἐπινοηθείς, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 759· ἐπίνοιαι Πλάτ. Πολ. 600Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;<br /><b>2</b> bien inventé, fait avec adresse, avec art.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μηχανή]]. | |||
}} | }} |